Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Ο Θρούμπη, το Ιπποποταμάκι

Της Δέσποινας Στίκα
Ο Θρούμπη ήταν ένα μικρό, στρουμπουλό και χαρι­τωμένο ιπποποταμάκι που περνούσε τον καιρό του τσαλαβουτώντας στα νερά του μεγάλου ποταμού. Ο Θρούμπη όμως δεν ήταν ευτυχισμένος. Τα άλλα ζώα τον πειράζανε και τον στενοχωρούσαν. Είχε πια πιστέψει κι ο ίδιος ότι ήταν το πιο αντιπαθητικό πλά­σμα μέσα στη ζούγκλα.
Τον λέγανε άσχημο, χοντρούλη, πλακουδομύτη, λασπιάρη, παχύδερμο...
Ώσπου μια μέρα αποφάσισε να φύγει μακριά απ' το μεγάλο ποταμό.
Πήγε  να συναντήσει τα ξαδέρφια του, που είχε α­κούσει ότι ζούνε μαζί με τους ανθρώπους. Με τα περαστικά χελιδονάκια τους έστειλε το τηλε­γράφημα του, για να τον περιμένουν.
«Ξαδέρφια μου γουρουνάκια. Λούμπη, Μπούλη, Ζουζού έρχομαι να γνωριστούμε. Να με περιμένετε στο σταθμό του τρένου την πρώτη μέρα του χρόνου. Καλή αντάμωση.  Ο  ξάδελφός σας Θρούμπη, ο ιπποπόταμος».  
Ύστερα μάζεψε μπανάνες, χουρμάδες, ανανάδες κι άλλες λιχουδιές που νόμιζε ότι θ' αρέσουν στα ξα­δέρφια του και ξεκίνησε. Ταξίδεψε μέρες και νύχτες.
Περπάτησε ανάμεσα από δέντρα πανύψηλα, κολύ­μπησε μέσα σε λίμνες και ποτάμια, ανέβηκε βουνά και διέσχισε πεδιάδες, ώσπου μπήκε κάποτε στις πο­λιτείες των ανθρώπων κι ανέβηκε στο πρώτο τρένο.
Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μια σκέψη μόνο βασάνιζε το μυαλουδάκι του.
- Άραγε θα με δεχτούνε όπως είμαι τα ξαδερφάκια μου ή θα με κοροϊδεύουνε κι αυτά όπως οι φίλοι μου στη ζούγκλα:
Ανήμερα Πρωτοχρονιάς το τρένο μπήκε σφυρί­ζοντας στο σταθμό, όπου περίμεναν τα γουρου­νάκια.
Όλα γύρω ήταν στολισμένα γιορτινά, λαμπιόνια αναβοσβήνανε, χρυσό αστεράκια έλαμπαν παντού κι ένα λεπτό κατάλευκο χιόνι είχε απλωθεί πάνω στις στέγες των σπιτιών και στα ψηλά τα δέντρα. Ο Θρούμπη δε χόρταινε να θαυμάζει όλα τα παράξενα που έβλεπε.
Ο Λούμπης, ο Μπούλης κι η Ζουζού. περίμεναν με α­γωνία να τον γνωρίσουν.
 Μαζί τους ήσαν κι άλλα ζώα της αυλής, η χήνα, ο σκύ­λος, ο γάιδαρος, ο κόκορας, τρεις κότες και μια γάτα. Μόνο η γαλοπούλα έλειπε. Τα ίχνη της είχαν χαθεί απ’  την παραμονή των Χριστουγέννων.
 Έρχεται! Έρχεται! φώναζαν χαρούμενα όλα τα ζώα μα­ζί. Τον είδαν πράγματι να κατεβαίνει από το τρένο κρα­τώντας ένα τεράστιο καλάθι με τα δώρα του.
- Εκείνο το άγνωστο παχουλό ζώο πρέπει να είναι, φώναζε πρώτα ο κόκορας.
- Δεν είναι δυνατόν! δεν είναι αδύνατο, θέλω να πω, άρα είναι δυνατόν! Μπέρδεψε τα λόγια του ο Λούμπης.
- Αυτός είναι, καλέ! Φώναξε και η Ζουζού. Δεν το βλέπετε πόσο τεράστιο και χαριτωμένο είναι;
- Καλώς το ξαδερφάκι μας! Καλωσόρισες. Χρόνια πολλά!  Καλή  Χρονιά! έλεγαν τρέχοντας προς το μέρος του Θρούμπη τα τρία γουρουνάκια.
Ο σταθμός του τρένου γέμισε αγκαλιές, φιλιά, ευχές  και χαρούμενα ξεφωνητά.
- Μα πώς με γνωρίσατε αμέσως: ρώτησε όταν ηρέμησαν, το ιπποποταμάκι, που δεν πίστευε πως θα του έκαναν τόσο θερμή υποδοχή.
- Μα είναι απλό, ξάδερφε! του είπε γελώντας ο Μπούλης. Το σόι μας έχει μόνο ό­μορφους και μπρατσωμένους τύπους. Κι εσύ είσαι πιο αφρά­τος, πιο παχουλός και πιο ωραίος απ' ότι φανταζόμαστε.
Μα, σοβαρολογείτε; Όμορφος ε­γώ; απόρησε ο Θρούμπη.
-  Και βέβαια είσαι όμορφος κι ε­ντυπωσιακός.  Έχεις υπέροχο σώ­μα, θαυμάσανε τα τρία γουρου­νάκια.
- Τα πάχη σου θα τα ζήλευε κι η πιο θρεμμένη γουρουνοπούλα, του είπε ο σκύλος γελώντας.
- Τι επιβλητικός που είσαι μ΄αυτές τις τεράστιες δια­στάσεις! τον παίνεψε η γάτα.
- Στο πάτημα σου τρέμει η γη! θαύμασαν οι τρεις κότες.
- Να μας μιλήσεις για τα μυστικά σου, τι τρως. τι πί­νεις, πως γυμνάζεσαι για να σου μοιάσουμε, του πρότεινε η Ζουζού.
Ο Θρούμπη πετούσε στα σύννεφα από τη χαρά του.
«Αυτή η Πρωτοχρονιά είναι η πιο ευτυχισμένη της ζωής μου», σκέφτηκε. Τα λόγια τους είναι για μένα το καλύτερο δώρο.
Εγκαταστάθηκε στο στάβλο, αφού τα ζώα είχαν πά­ρει την άδεια από το σπιτονοικοκύρη και κάθε μέρα γινόταν πανηγύρι γύρω απ' το ιπποποταμάκι. Τα ζώα της αυλής δε χόρταιναν να τον ακούνε να μιλάει για τον κόσμο της ζούγκλας, για τα μεγάλα άγρια ζώα, για το λιοντάρι, την τίγρη, την καμηλοπάρδαλη, για τις μαϊμούδες, τους κροκόδειλους, για τους ελέφαντες και για χίλια δυο πρω­τάκουστο πράγματα.
 Όμως όταν πέρασαν οι γιορτινές μέρες ο Θρούμπη νοστάλγησε ξανά τη ζούγκλα, το κολύμπι στο μεγά­λο ποτάμι, τους άλλους ιπποπόταμους και τους φί­λους που τον είχαν πικράνει.
- Ας λένε για μένα ότι θέλουν πια τα ζώα της ζού­γκλας, σκέφτηκε. Τώρα ξέρω πως έχω κι εγώ τη δι­κή μου χάρη, έχω ομορφιά και δύναμη. Μου το βε­βαίωσαν αυτό τα ζώα της αυλής και τα ξαδέρφια μου τα γουρουνάκια που με αγαπούν και με θαυμά­ζουν.
Έτσι μια μέρα πήγε στο σταθμό του τρένου για το ταξίδι της επιστροφής. Τα ζώα της αυλής τον συνοδέψανε συγκινημένα και τον φόρ­τωσαν τρόφιμα για τη διαδρομή. Δακρυσμένος τους αποχαιρέτησε ο Θρούμπη.
- Σας ευχαριστώ, καλοί μου φίλοι, γιατί εσείς μου κάνατε το πιο σπουδαίο δώρο, τους είπε καθώς ξε­κίναγε το τρένο.
- Μου δώσατε αυτοπεποίθηση, τους φώναξε, για ν’ ακουστεί απ’ όλους.
- Στο καλό. Στο καλό να πας και να μας ξανάρθεις, του φωνάξανε εκείνα κουνώντας φτερούγες και ουρές, ότι είχε το καθέ­να.
-  Και βέβαια θα ξανάρθω, είπε ο Θρούμπης. θα ξα­νάρθω γιατί εσείς με κάνατε να είμαι πάλι ευτυχι­σμένος και αυτό είναι κάτι που δεν ξεχνιέται ποτέ.
Ακούστηκαν σφυρίγματα και το τρένο ξεκίνησε παίρνοντας το ιπποποταμάκι πίσω στη ζούγκλα, σίγουρο όμως τώρα για τον εαυ­τό του και χαρούμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: