Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΓΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΝΗΡΑ ΠΟΝΤΙΚΙΑ


(ΑΦΡΟΑΜΡΕΡΙΚΑΝΙΜΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ) ΛΟΤΗ ΠΕΤΡΟΒΙΤΣ ΑΝΔΡΟΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
Τα χρόνια τα πολύ παλιά η γάτα δεν καταδεχότανε ποτέ να κυνηγήσει ποντικό. Τα είχε καταφέρει να βρίσκει μεσημέρι βράδυ εκλεκτό φαΐ και ήταν πάντοτε χορτάτη. Έκανε τον περίπατο της με καμάρι, λουζόταν στο ποτάμι κάθε μέρα κι έπλενε πάντοτε τα χέρια της πριν από το φαγητό.
 Για τούτες τις καλές συνήθειες της και τους τρόπους της, όλα τα ζώα τη θαυμάζανε πολύ. Και τα μικρά τους θέλανε όταν μεγαλώσουν να της μοιάσουν. Μονάχα ο σκύλος δεν τη χώνευε καθόλου. Όταν την έβλεπε να τριγυρίζει έτσι περήφανη και καθαρή, έσκαγε από τη ζήλεια του κι άρχιζε να γαβγίζει.
Κάποτε όμως ήρθανε χρόνια δύσκολα. Μεγάλη πείνα έπεσε στη γη κι ένα πρωί της γάτας το στομάχι έμεινε άδειο. Πέρασε μια μέρα, πέρασε δεύτερη χωρίς φαΐ, κι η γάτα από την πείνα δεν είχε καμιά όρεξη να πάει να πλυθεί. Την τρίτη μέρα δεν άντεχε άλλο νηστική. Πήρε λοιπόν απόφαση να πιάσει και να φάει ένα ποντίκι. Κρύβεται σ' ένα θάμνο, αρχίζει να παραμονεύει και σε λίγη ώρα - χραπ! - γραπώνει έναν ποντικό.
- Στάσου, γάτα μου καλή, να σου μιλήσω μια στιγμή, της λέει εκείνος πονηρά. Καταλαβαίνω πως η πείνα σου είναι μεγάλη και δίκιο έχεις να με φας. Μα ένα ζώο τόσο ευγενικό όπως εσύ, πάει ποτέ ν' αρχίσει το φαΐ του χωρίς να είναι καθαρό; Είναι σωστό να τρώει και η γούνα το να είναι μέσ' στη σκόνη;
- Με τόση πείνα δεν είχα κέφι να πλυθώ, έσκυψε η γάτα το κεφάλι ντροπιασμένη.
- Μα τώρα έχεις φαγητό, χαμογελάει το ποντίκι. Πήγαινε στο ποτάμι να λουστείς και μη σε νοιάζει, εγώ σε περιμένω.
«Καλή ιδέα» σκέφτεται η γάτα. «Όσο και να πεινάω, δεν πρέπει να ξεχνάω τους τρόπους και τις συνήθείς μου τις καλές.
Έτσι, αφήνει το ποντίκι από τα νύχια της και πάει στο ποτάμι να λουστεί. Μα ώσπου να γυρίσει, το ποντίκι ήταν καλά κρυμμένο στη φωλιά του.
- Νιααααρ! έκανε θυμωμένη. Την έπαθα! Ποτέ  δεν πρέπει να πιστεύω ποντικό. Κι άρχισε πάλι να παραμονεύει.
Σε λίγο, να σου και ξαναβλέπει ένα ποντίκι Τινάζεται, τ' αρπάζει και γλείφεται όλο χαρά. έτοιμη να το φάει. Εκείνο τότε της φωνάζει με λαχτάρα:
- Στάσου, γάτα μου καλή, να σου μιλήσω μια στιγμή! Μια κι είσαι τόσο πεινασμένη, ας με φας, δε με πειράζει. Μα ένα τόσο καλομαθημένο ζωντανό, όπως η αφεντιά σου, πάει ποτέ να φάει χωρίς πρώτα να πλυθεί;
- Άσε τα λόγια τα πολλά, του απαντάει άγρια η γάτα. Πεινάω κι ώρα για λούσιμο δεν έχω!
- Ποιος μίλησε για λούσιμο; της κάνει το ποντίκι. Η γούνα σου είναι μια χαρά. Το πρόσωπο σου πλύνε μόνο και τα χέρια σου!
«Σωστά μιλάει ο ποντικός» σκέφτεται η γάτα. «Δεν πρέπει να ξεχνάω τους τρόπους μου και τις συνήθειες μου τις καλές. Στο ποτάμι δε θα πάω, για να μη μου φύγει αυτός ο πονηρός. Το πρόσωπο μου όμως και τα χέρια μου μπορώ λιγάκι να τα πλύνω με τον τρόπο τον δικό μου». Έτσι, αφήνει πάλι το ποντίκι και με τη γλώσσα της πάει να πλύνει τη μουσούδα και τα μπροστινά της πόδια. Μα στη στιγμή, πηδάει ο ποντικός και της ξεφεύγει!
— Νιαααρ! έκανε πάλι αγριεμένη. Άλλη φορά δε  θα την ξαναπάθω. Κάλλιο να είμαι άπλυτη παρά να μένω νηστική.
Το 'πε και το 'κανε η κυρα-γάτα. Κι από τότε δεν την ξανάπαθε ποτέ. Είναι δεν είναι πεινασμένη, έχει δεν έχει εκλεκτό φαί, πρώτα το τρώει κι ύστερα πλένει τη μουσούδα και τα μπροστινά της πόδια με τη γλώσσα της. Ντρέπεται, βέβαια, που αρχίζει το φαΐ της δίχως να είναι καθαρή. Γι' αυτό και περπατάει πάντοτε αθόρυβα δίχως  να καμαρώνει. Τους τρόπους της και τις συνήθειες της δεν τις θαυμάζει πια κανένα από τα ζώα. Και τα μικρά τους δε θέλουν διόλου να της μοιάσουν, αφού δε λούζεται ποτέ και τρώει με χέρια λερωμένα! Έτσι κι ο σκύλος από τότε δεν τη ζηλεύει πια, μα την περιφρονεί. Κι όταν τη βλέπει  άπλυτη να τριγυρίζει, την κυνηγάει και γαβγίζει!

Δεν υπάρχουν σχόλια: