Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Η Κοκκινοσκουφίτσα, τα 7 κατσικάκια και η Χιονάτη

του Νίκου  Θάνου
«Κοκκινοσκουφίτσα, το καλάθι με τα πράγματα για τη γιαγιά είναι έτοιμο. Ορίστε και τα λεφτά για το τραμ. Και όπως είπαμε, να μη χαζεύεις στις βιτρίνες και στα πάρκα». Αυτά είπε η μαμά, δίνοντας της και το κόκκινο σκουφάκι.
Πήρε λοιπόν η Κοκκινοσκουφίτσα το καλάθι και τα λεφτά και βγήκε στο δρόμο για να πάει στη στάση του τραμ. Εκείνη τη στιγμή της κατέβηκε μια ιδέα:
«Αν πάω με τα πόδια, γλιτώνω τα λεφτά που έχω για το τραμ. Στο δρόμο μπορεί να βρω κανένα ανθοπωλείο και ν' αγοράσω για τη γιαγιά ένα τριαντάφυλλο που της αρέσει».
Έτσι κι έκανε. Πέρασε από τα μαγαζιά, χάζεψε στις βιτρίνες, βρήκε κι ένα λουλουδάδικο. Την ώρα που αγόραζε το τριαντάφυλλο ένας κύριος δίπλα της λέει: «Ωραία μυρίζουν σήμερα τα τριαντάφυλλα. Πολύ μ' αρέσουν. Για ποιον είναι το τριαντάφυλλο»;
—«Για τη γιαγιά μου που μένει κοντά στο πάρκο δίπλα στην εκκλησία», απάντησε η Κοκκινοσκουφίτσα. Της πάω κι ωραίο φαγητό σήμερα γιατί είναι λίγο άρρωστη.
— Μπράβο-μπράβο καλό κορίτσι, συμπλήρωσε ο κύριος!
Ο κύριος αυτός φορούσε μακρύ παλτό με σηκωμένους γιακάδες, το καπέλο το είχε κατεβάσει ως κάτω και φορούσε και γυαλιά γιατί φαινόταν γέρος.
Ήταν όμως ο λύκος, αλλά κανένας δεν τον γνώρισε.
Είχε φύγει απ' το δάσος και ήρθε στην πόλη γιατί ήταν γέρος και δεν μπορούσε να τρέξει για να πιάσει τίποτα να φάει.
«Ωραία», σκέφτηκε ο λύκος, «τώρα ξέρω που μένει η γιαγιά. Σήμερα θα φάμε καλά». Και ξεκίνησε γρήγορα για να φτάσει πριν απ' την Κοκκινοσκουφίτσα.
Το σπίτι της γιαγιάς όμως ήταν μακριά και ο γερο-λύκος δεν μπορούσε να περπατήσει πολύ.
Ας πάρω καλύτερα ένα ταξί, είπε μονολογώντας, κι έκανε νόημα στο ταξί που περνούσε.
— Ταξί, ταξί! Σε παρακαλώ να με πας στο πάρκο.
— Εντάξει, κύριε, λέει ο ταξιτζής που ήταν κι αυτός γέρος με γυαλιά, γιατί δεν καλοέβλεπε.
Ο ταξιτζής ήταν παλιότερα κυνηγός στο δάσος. Γέρασε όμως, δε σημάδευε καλά και δεν μπορούσε να πετύχει τίποτα με το ντουφέκι του. Έγινε λοιπόν ταξιτζής. Για καλό και για κακό όμως είχε και το ντουφέκι του πίσω στο πορτ-μπαγκάζ.
Μόλις ξεκίνησε το ταξί κοιτάζει ο ταξιτζής στον καθρέπτη και βλέπει πως ο κύριος που καθόταν πίσω του είχε βγάλει το καπέλο κι έξυνε τις αυτάρες του.
«Ο λύκος είναι, είπε μέσα του, που κυνηγούσα τόσα χρόνια, τώρα δε θα μου ξεφύγει» κι άρχισε να κάνει ένα σχέδιο, πώς θα βγάλει το ντουφέκι απ’ το πορτ-παγκάζ δίχως να καταλάβει τίποτα ο λύκος.
Ξαφνικά πατάει δυνατά φρένο!!! Παρά λίγο θα πατούσε κάποιον που περνούσε το δρόμο. Άρχισε τότε να φωνάζει.
— Πού πας πρωί πρωί βρε παλιοκατσίκα, δε βλέπεις το ταξί που έρχεται;
— Εγώ πάω να αγοράσω γαλατάκι για τα εφτά κατσικάκια μου που τ' άφησα μόνα τους στην πολυκατοικία. Εσύ όμως είσαι τόσο τυφλός, που δεν είδες το κόκκινο φανάρι. Στο δάσος που ήσουνα κυνηγός δε σκότωνες τίποτα, εδώ με το ταξί θα σκοτώσεις σίγουρα κανέναν.
Δεν πρόλαβε να χαρεί καλά καλά ο λύκος που έμαθε ότι τα εφτά κατσικάκια είναι μόνα τους στο σπίτι, κι άρχισε να τρέμει μόλις άκουσε πως ο ταξιτζής είναι ο κυνηγός.
«Δρόμο τώρα», σκέφτηκε.
Κι ενώ η κατσίκα κι ο ταξιτζής μαλώνουν ακόμα, ο λύκος ανοίγει την άλλη πόρτα του ταξί και κατεβαίνει σιγά σιγά. Τραβάει ίσα για το σπίτι με τα εφτά κατσικάκια.
Χτυπάει το κουδούνι με το όνομα ΚΑΤΣΙΚΑ και 7 ΚΑΤΣΙΚΑΚΙΑ
— «Ποιος είναι;» ρωτούν τα κατσικάκια απ' το θυροτηλέφωνο.
— «Ο ταχυδρόμος», απαντάει ο λύκος. «Σας έφερα γράμμα απ' τη Χιονάτη». Τα κατσικάκια όμως δεν ξεγελάστηκαν.
— «Ψέματα, ψέματα. Είσαι ο λύκος, σε καταλάβαμε. Η Χιονάτη δε μας έστειλε γράμμα, γιατί μας πήρε τώρα δα τηλέφωνο για να πάμε να ψωνίσουμε το νυφικό της για το γάμο με το Βασιλόπουλο. Σε λίγο θα 'ρθει και το ταξί να μας πάει στην αγορά».
— «Ωχ! πάλι το ταξί», φώναξε ο λύκος και το 'βαλε στα πόδια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: