της Ζωής Κανάβα
Το πιο γλυκό πρωινό των πασχαλιάτικων διακοπών μας ήτανε της Μεγάλης Πέμπτης. Γιατί τότε η μάνα ζύμωνε την πασχαλοκουλούρα, που θα πηγαίναμε την άλλη μέρα στη νονά μας και όλο κάτι θα μας φίλευε, έπλαθε και τα πασχαλινά κουλούρια, αφού προηγουμένως είχε βάψει τα αυγά.
Βέβαια απ' όλα τούτα τίποτε δε γευόμαστε. Βαστούσαμε νηστεία. Μα η γλύκα τους μας περιέχυνε ολόκληρους και μόνο που τα βλέπαμε, που βλέπαμε τη μάνα να τα ζυμώνει, ν’ ανακατεύει ζάχαρη και βούτυρο και αλεύρι, αυγά από τις κότες μας κι ένα σωρό μυρωδικά, να παίρνεις βαθιές ανάσες και να σε πιάνει λίγωμα.
Με αυτά τα κουλουράκια φιλεύαμε και τ' αγόρια, που έρχονταν το πρωί της Μεγάλης παρασκευής και τραγουδούσαν το μοιρολόγι της Παναγίας. "Σήμερα μαύρος ουρανός Σήμερα μαύρη μέρα"
Για μένα και την αδερφή μου η μάνα έφτιαχνε δυο κοκόνες, δυο κούκλες ζυμαρένιες, με χέρια, πόδια, με κεφάλι, τίποτε δεν τους έλειπε. Για πρόσωπο τους έβαζε ένα κόκκινο αυγό σκεπασμένο ως τη μέση με ζυμάρι που το χάραζε με το μαχαίρι κι έφτιαχνε τις κοτσίδες τους. Αχ ήταν ένας τετράγλυκος πειρασμός τούτες οι κοκόνες, μα τις τρώγαμε μόνο με τα μάτια. Δε μας επιτρεπόταν να τις αγγίξουμε πριν πει ο παπάς το Χριστός Ανέστη.
Για τ' αδέρφια μου ζύμωνε αλογάκια. Μ’ ένα κόκκινο αυγό στην κοιλιά τους και τα μπροστινά τους πόδια τεντωμένα ίσα μπροστά, σαν να 'ταν να πηδήσουν κάποιο μεγάλο εμπόδιο. Φουντωτή, όμορφή κι η ουρά τους καμωμένη με πυκνές λεπτούλες χαρακιές επάνω στο ζυμάρι της όπως κι η χαίτη τους.
Αφού τ' αράδιαζε στο ταψί και μ' ένα πινέλο τα πεσάλειφε με αυγό ελαφρά χτυπημένο, τα ξόμπλια κατόπι με ασπρισμένα αμύγδαλα κομμένα σε Λεπτές στρογγυλές φετούλες. Χρειαζόταν πολλή δύναμη να μην απλώσεις το χέρι να ξεκολλήσεις και να τη φας, σαν έβγαιναν από το φούρνο μυρωδάτα και λαχταριστά, ροδοψημένα.
Αφού κρύωναν, τα έβγαζε η μάνα απ' το ταψί προσοχή, σαν να 'πιανε άγια πράματα στα χέρια τα και τα αράδιαζε μέσα σ' ένα πανέρι καλαμένιο, στρωμένο με λευκή πετσέτα καλοσιδερωμένη, ονοματίζοντας και για ποιον ήταν το καθένα.
-Αυτό του Παναγιώτη, κείνο του Σταύρου, ένα ένα πρόφερε τα ονόματά μας καθαρά, για να μη γίνει μπερδεψιά, καμία παρεξήγηση. Γιατί ήταν μια ιδέα πιο μεγάλο το άλογο του Παναγιώτη σαν μεγαλύτερος που ήταν. Λίγο μικρότερο του Σταύρου. Και η κοκόνα η δική μου πιο υψηλή από της αδερφής μου, να ξεχωρίζουν.
Τούτο ο Σταύρος δυσκολευόταν να το χωνέψει. Κι όλο παραπονιόταν. Κι όλο γκρίνιαζε ότι τον αδικούν. Έβρισκε λειψά και τα αμυγδαλένια ξόμπλια που ομόρφαιναν το αλογάκι του, του φαινόταν πιο φτωχικός ο στολισμός του. Η μάνα τον ήξερε που ήτανε γκρινιάρης και δεν τον ξεσυνεριζόταν. Έκανε ότι δεν τον άκουγε.
Όταν γεννήθηκε το αδερφάκι μας ο Χρίστος, αντί για αλογάκι, η μάνα του έφτιαξε αυτουνού ένα κλωσοπουλάκι κι έμοιαζε σαν να έβγαινε κείνη την ώρα απ' τ' αυγό του, κόκκινο κόκκινο το αυγό, μεγάλο. Για πούπουλα έτριψε πάνω του ψιλοκομμένα μύγδαλα, να μη δείχνει γυμνό.
Ζήλεψε ο Σταύρος. Ήθελε κι εκείνος ένα ίδιο. Η μάνα δεν του έκανε το χατίρι. Σε κανέναν δε χαριζότανε η μάνα, ήταν πολύ δίκαιη. Προπάντων δε δεχόταν εκβιασμούς. Οπλίστηκε, λοιπόν, με πολλή υπομονή και τον άφησε να γκρινιάζει με τη βεβαιότητα ότι θα του περνούσε και κάποια ώρα θα ησύχαζε, όπως συνέβαινε κάθε φορά. Γιατί είχε αυτό το καλό το αδερφάκι μου. Γρήγορα ξεχνούσε. Μέσα του δεν κράταγε θυμό. Μα ήταν και η Σταύρωση που παρακολουθήσαμε στην εκκλησιά το βράδυ, στα Δώδεκα Ευαγγέλια, που τον βοήθησαν να το ξεχάσει, και την άλλη μέρα το μεσημέρι, τη Μεγάλη Παρασκευή, η Αποκαθήλωση, και λίγο αργότερα η περιφορά του Επιταφίου. Τα αλογάκια και τα ξόμπλια τους, το κλωσοπουλάκι δεν είχαν θέση σε όλα τούτα, δεν τα σηκώνανε οι ώρες.
Τα θυμηθήκαμε όμως όλοι μας αργά το Μέγα Σάββατο, μόλις ακούσαμε την καμπάνα να χτυπά γιορταστικά για την Ανάσταση. Ντυθήκαμε στα γρήγορα, βάλαμε τα καλά μας και πριν κινήσουμε για την εκκλησιά τρέξαμε στο πανέρι όπου τα είχε η μάνα φυλαγμένα.
Παγώσαμε μ' αυτό που είδαμε τραβώντας από πάνω τους την πετσέτα. Πού ο στολισμός στα αλογάκια! Τα ξόμπλια στις κοκόνες! Και το καημένο το κλωσοπουλάκι σαν πουπουλομαδημένο έδειχνε. Κανένα μυγδαλάκι δεν υπήρχε πάνω του από εκείνα που τ' ομόρφαιναν.
-Καλέ! Έκανε τάχα έκπληκτη η μάνα για να διασκεδάσει την εντύπωση μας και να προλάβει δυσάρεστες εξελίξεις. Δείτε, καλέ! Το κλωσόπουλο έφαγε όλα τα κεντίδια απ' τ' αλογάκια και τις κούκλες. Ακόμα και τα πούπουλα του καταβρόχθισε! Δε γελάσαμε με τούτη την παρατήρηση της μάνας. Γυρίσαμε όλοι κατά το Σταύρο. Δική του δουλειά ήταν σίγουρα αυτή η λεηλασία. Ίσως γιατί δεν του 'κανε η μάνα το χατίρι.
Ο Σταύρος ούτε που σήκωσε τα μάτια να μας κοιτάξει. Άπλωσε το χέρι του στο πανέρι, βούτηξε τ' αλογάκι του και έγινε καπνός.
Συναντηθήκαμε αργότερα στην εκκλησιά, την ώρα που χτυπούσε χαρούμενα η καμπάνα και ο παπάς έψελνε το Χριστός Ανέστη. Παρουσιάστηκε μπροστά μας ξαφνικά, σαν απ' το πουθενά, και πρώτος αυτός μας έσφιξε στην αγκαλιά του και μας φίλησε. Όλους με τη σειρά μας φίλησε.
-Χριστός Ανέστη! Χριστός Ανέστη! Επαναλάμβανε με κάθε φίλημα τον καλό τον λόγο γελαστός. Τον φιλήσαμε κι εμείς.
-Αληθώς ο Κύριος.
Τα ξόμπλια κανένας μας δεν τα θυμήθηκε. Μέσα στη γενική χαρά, τις κωδωνοκρουσίες και τις στράκες στρούκες που έσκαγαν τριγύρω μας, τα είχαμε ολότελα ξεχάσει.
-Χριστός Ανέστη! Αληθώς ο Κύριος! Άκουγες απ' ολονών τα στόματα. Και το χαρμόσυνο άγγελμα ταξίδευε μέσα στη νύχτα, που μοσχομύριζε βιολέτα και πασχαλιά και μύρωνε τις καρδιές μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου