του Γιάννη Δ. Μπάρτζη
Δεν ξέρω αν γινόταν το ίδιο και σ' άλλα χωριά, μα στο δικό μου, είχε κηρυχτεί αμείλικτος και διαρκής πόλεμος ανάμεσα στα παιδιά και στα πουλιά. Ήταν σαν μια «παράδοση γενεών», που πήγαινε από πατέρα σε γιο κι όλοι μας θεωρούσαμε υποχρέωση και τιμή τη συνέχεια και την πιστή τήρηση της. Άλλωστε ο «πόλεμος» αυτός είχε συνδεθεί και με γευστικές απολαύσεις, αφού κρέας έβλεπαν οι κατσαρόλες στα σπίτια μας μόνο στις μεγαλογιορτάδες.
Χίλιους δυο τρόπους μεθοδεύαμε, για να τα πιάσουμε και να τα πάμε θριαμβευτικά στη μάνα μας, να μας τα τηγανίσει με αυγά, για να χορτάσουμε την πείνα μας.
Τα πιο αξιόλογα στελέχη του παιδόκοσμου της γειτονιάς μου έφτιαχναν «δόκανα» με σύρμα χοντρό, από κείνο που είχανε για το κρέμασμα της μπουγάδας, έστηναν «ξόβεργες», για τις οποίες ακόμα και σήμερα αγνοώ τον τρόπο και το υλικό (ιξόκολλα) κατασκευής τους, τοποθετούσαν παγίδες πλεγμένες με καλάμια, και κυνηγούσαν με τις ώρες τα σπουργίτια με τα αυτοσχέδια «λάστιχα», σφεντόνες δηλαδή, που δεν έπρεπε να λείπουν από κανενός μας την «κόλότσεπη».
Αναγνωρίζοντας την πρωτοκαθεδρία σε πολύ δυναμικότερους ομήλικούς μου, έμενα στην αφάνεια που επιφυλάσσει η μοίρα στους οπαδούς των ισχυρών. Έτσι. αν και συμμετείχα βέβαια σ' όλες τις κυνηγετικές δραστηριότητες, είχα εξειδικευτεί σε διάφορες «βοηθητικές» δουλειές, όπως: Να καίω παλιά λάστιχα αυτοκινήτων και να βγάζω λεπτό ατσαλόσυρμα, που χρειαζόταν για το μηχανισμό του κλεισίματος στα δόκανα, να βγαίνω παγανιά μαζεύοντας σκουλήκια για το δόλωμα, που τα αποθηκεύαμε ζωντανά μέσα σε τρυπημένα σφεδρούκλια, να καθαρίζω καλάμια και να τα κόβω σε λεπτές λωρίδες με το σουγιαδάκι μου, για τις παγίδες, να ξύνω κομμάτια από κλαδί ελιάς σε σχήμα Υ, για την κατασκευή των λάστιχων κλπ.
Μάταια προσπαθούσε ο - συγχωρεμένος πια - δάσκαλος μας να καταπολεμήσει αυτές τις... «βάρβαρες», όπως τις έλεγε, συνήθειες μας. Χαμένες πήγαιναν οι σποραδικές αιφνίδιες έρευνες του στις τσέπες και στις τσάντες μας, για την «κατάσχεση» των «όπλων» μας. Στο βρόντο ηχούσανε οι απειλές του. Δέκα λάστιχα έριχνε στην ξυλόσομπα της τάξης μας εκείνος; Είκοσι φτιάχναμε το ίδιο απόγευμα εμείς.
Κάπου κάπου έριχνα κι εγώ με το λάστιχο μου σημαδεύοντας σπουργίτια, κι είναι αλήθεια πως επιθυμούσα διακαώς να βρω το στόχο, κι ήθελα να δω ένα πουλί να πέφτει χτυπημένο απ' το δικό μου «βόλι». Το άψυχο σώμα του θ' αποτελούσε την πιο μεγάλη αναγνώριση της λαστιχοκυνηγητικής αξίας μου, θα συζητιόταν το κατόρθωμα μου για πολλές ημέρες κι η φήμη μου θα έκανε το γύρο σ' όλες τις γειτονιές του χωριού, γιατί τέτοιες επιτυχίες ήσαν πολύ σπάνιες. Μπορεί να πιάναμε πολλά σπουργίτια και κοκκινολαίμηδες και σουσουράδες με τις ξόβεργες, με τις παγίδες και τα δόκανα μας, αλλά σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν υπήρχε το στοιχείο της ατομικής προβολής και της προσωπικής αξιοσύνης.
Μόνο στο σημάδι με το λάστιχο πετύχαινε κανείς την ομόθυμη αναγνώριση, όταν και όποτε κατόρθωνε την ποθούμενη «φονική βολή».
Ώσπου μια μέρα πραγματοποιήθηκε η επιθυμία μου, κατά τρόπο μάλιστα εντελώς απρόσμενο όσο και μοιραίο. .
Ήταν καλοκαίρι, θυμάμαι, κι έλειπαν όλοι στο θερισμό. Είχα μείνει μόνος στο σπίτι και διάβαζα ξαπλωμένος σ' ένα ξυλοκρέβατο, κάτω σπ' την πυκνή σκιά της αγριομουριάς στη μέση της αυλής μας. Και τότε είδα το πουλί! Ήταν ένας αεικίνητος σπουργιτάκος, που πετούσε συνεχώς από κλαδί σε κλαδί. Τίναζε τα φτεράκια του κι έβγαζε ήχους τσιριχτούς. Το «τσιρι-τρίιιτ! τσιριιρίιιτ!» του ακουγόταν, πότε απ' τη μια μεριά του δέντρου και πότε από την άλλη. Άρχισε να μου αποσπά την προσοχή. Τον παρακολουθούσα ν’ αλλάζει θέσεις διαρκώς επάνω στα κλαριά κι όταν μου τον έκρυβαν τα φυλλώματα, μετακινιόμουν ξαπλωμένος, για να μην τον χάνω απ' τη ματιά μου. Παράτησα κατά μέρος τον Ιούλιο Βερν κι αφαιρέθηκα κοιτάζοντας εκείνο το μικρό σπουργίτι.
Κάποια στιγμή που έφτασε στα πιο χαμηλά κλαδιά κι ήταν δυο τρία μόνο μέτρα δίπλα μου, φούντωσε μέσα μου η επιθυμία να το σημαδέψω, Τραβάω το λάστιχο από την πίσω τσέπη του παντελονιού μου, παίρνω ένα στρογγυλό χαλίκι σκύβοντας ελαφρά στο χωματένιο δάπεδο της αυλής, κλείνω το ένα μάτι, για να σκοπεύσω καλύτερα, τεντώνω το λάστιχο, το κατευθύνω κατά το στόχο μου και... αφήνω το βόλι να λευτερωθεί φεύγοντας σαν την αστραπή.
Αυτό ήταν! Σε κλάσμα δευτερολέπτου ο σπουργιτάκος έπεφτε χτυπημένος στο έδαφος. Δεν πίστευα στα μάτια μου! Επιτέλους είχα σκοτώσει κι εγώ ένα πουλί! Να το!... ήταν εκεί δίπλα στο πόδια μου και σπαρταρούσε αποχαιρετώντας τη ζωή! Τι κι αν δεν υπήρχαν μάρτυρες του κατορθώματος; Ήταν άλλο πειστήριο καλύτερο από το ίδιο το θύμα της ευστοχίας μου;
Πετάχτηκα απ' το ξυλοκρέβατο και πήγα κοντά στο πεσμένο πουλί. Έσκυψα και το πήρα στα χέρια μου. Σπαρταρούσε ακόμη. Τα ματάκια του ήσαν κλειστά. Σταγόνες ζεστό αίμα είχαν βάψει τα γκριζωπά πούπουλα στο στήθος του. Όμως μεμιάς, εκεί όπως το κρατούσα στην παλάμη μου, ένιωσα ν' αδειάζει από μέσα μου κάθε αίσθηση περηφάνιας για το «κατόρθωμα» μου. Με κυρίεψε πανικός. Συμπονούσα αυτό το άμοιρο πλασματάκι που ψυχορραγούσε κι άρχισα να παρακαλάω να γίνει καλά και να πετάξει μακριά μου. Το χάιδευα απαλά και του μιλούσα με τρυφερότητα. Έβριζα με τα χειρότερα λόγια τον εαυτό μου γι' αυτό που έκανε και προσπαθούσα κάνοντας ό,τι περνούσε από τη σκέψη μου, μήπως κι επανορθώσω. Το ζέσταινα με το χνώτο μου, το έκλεινα προστατευτικά ανάμεσα στις δυο παλάμες μου, του χάιδευα το κεφαλάκι του, του έστρωνα τα τσακισμένα του φτερά.
«Μην πεθάνεις!... Μη... θα σε κάνω καλά και θα πετάξεις!» του ψιθύριζα.
Μάταια όμως. Η ζωή με αργά βήματα το εγκατέλειπε. Το ένιωθα σιγά σιγά να σβήνει. Οι σπασμοί που τάραζαν το κορμάκι του, όλο και λιγόστευαν. Έτρεξα μέσα στο σπίτι και πήρα κόκκους ζάχαρη να το γλυκάνω. Του άνοιξα προσεκτικά το ράμφος και του έριχνα έναν έναν μέσο, μήπως και πάρει επάνω του. Τίποτα όμως!
Πέρασαν λίγα ακόμα λεπτά τραγικής αναμονής και ήρθε το τέλος! Έγειρε το κεφαλάκι του στην παλάμη μου κι έπαψε κάθε του κίνηση. Φανερά ταραγμένος και με βουρκωμένα μάτια άνοιξα μια γούβα στην πιο ανθισμένη γωνιά του κήπου μας κι έθαψα το πρώτο και τελευταίο θύμα της «κυνηγετικής μου ιστορίας». Ένας μικρός σταυρός, που έφτιαξα με καλάμι για τον τάφο του, ήταν το τελευταίο χειροτέχνημα που κατασκεύασα με τον κοφτερό μου σουγιά. Αμέσως ύστερα τον πέταξα στη στέγη του απέναντι σπιτιού. Πήρα κατόπιν τα σφερδούκλια με τα δολώματα και τα έσπασα απελευθερώνοντας τα ζωντανά σκουλήκια που είχα αποθηκευμένα μέσα τους. Και τέλος με τι ψαλίδι της μάνας μου έκανα χίλια κομμάτια τι αγαπημένο μου λάστιχο,
Παρά το δυνατό χτυποκάρδι και τον ιδρώτα που έτρεχε στο πρόσωπο και στο κορμί μου, ένιωσα σιγά σιγά να χαλαρώνω, Μια γλυκιά αίσθηση ανακούφισης ήρθε και κατακάθισε πάνω απ' την πίκρα και τη θλίψη μου για τη ζωή που αφαίρεσα και για τον άφατο πόνο που προκάλεσα σ' ένα αθώο πλασματάκι.
Ξάπλωσα ξανά κάτω απ' τον ίσκιο της αγριομουριάς και πήρα στα χέρια το παρατημένο μου βιβλίο. Ποτέ πάλι ο Ιούλιος Βερν δεν μου 'χε φανεί πιο συναρπαστικός, όσο εκείνη τι στιγμή. Βυθίστηκα στις σελίδες του κι έφυγε μακριά, παρέα μ' ένα «δεκαπενταετή πλοίαρχο να τριγυρνάω για περιπέτειες στις γεμάτες μυστήριο ζούγκλες της Αφρικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου