Ντίνα Χατζηνικολάου
Θα ήθελα να σας διηγηθώ την παράξενη ιστορία του κυρίου Περικλή, που κάποτε είχα την τύχη να τον γνωρίσω.
Αυτός λοιπόν ο κύριος Περικλής ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε πολλά πράγματα. Τόσα πολλά, όσα μπορεί να χωρέσει μια εγκυκλοπαίδεια!
Απαντούσε και στις πιο δύσκολες ερωτήσεις. Μπορούσε να μιλάει ώρες ολόκληρες για τον ήλιο και τ' αστέρια, για τα πουλιά και τα ψάρια, για τα φυτά, για τους παράξενους βυθούς της θάλασσας.
Μα εκείνο που τον απασχολούσε περισσότερο, ήταν το μεγάλο θαύμα της ζωής! Με δύο λόγια ο κύριος Περικλής ήταν ένας σοφός. Είχε γεράσει σκυμμένος στα βιβλία. Μια ολόκληρη ζωή έγραφε και διάβαζε, διάβαζε και έγραφε.
Δεν είχε οικογένεια ούτε φίλους. Στο μικρό αραχνιασμένο του δωμάτιο θα τον έβρισκες - ή μάλλον... θα τον έχανες - μέσα σ' ένα βουνό από βιβλία και χαρτιά. Τόσο, που κι αυτές ακόμα οι πρωινές ηλιαχτίδες μάταια έψαχναν να τον βρουν, για να του γαργαλίσουν λίγο τη μύτη.
Είπα «μύτη» και θυμήθηκα τα γυαλιά του. Πάντα τα φορούσε. Χωρίς αυτά ο κύριος Περικλής, που είχε φοβερή μυωπία, ούτε λεπτό δε θα μπορούσε να ζήσει, αφού όλη του η ζωή ήταν το διάβασμα.
Περιττό να σας πω, πως ποτέ δεν έφταναν στ' αυτιά του οι χαρούμενες φωνούλες των παιδιών που έπαιζαν ολόγυρα. Τόσο αφοσιωμένος ήταν στη μελέτη του.
- Αυτός ο άνθρωπος δε θα βγει ποτέ του έξω να πάρει λίγο αέρα; απορούσαν τα παιδιά.
Ώσπου ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό έγινε κάτι, που δε θα το φανταστείτε ποτέ! Ο Θοδωρής, το ζιζάνιο της παρέας, σκαρφάλωσε σιγά σιγά στο παράθυρο του κυρίου Περικλή, για να δει αν είναι πάλι χωμένος μέσα στα βιβλία του. Και τι να δει! Στο περβάζι του παραθύρου ήταν ακουμπισμένα τα γυαλιά του, ενώ ο κύριος Περικλής προσπαθούσε με ένα σταγονόμετρο να βάλει στα μάτια του κάτι σταγόνες. Το ζιζάνιο δεν άντεξε. Την έκανε πάλι τη σκανταλιά του! Έσπρωξε λίγο το τζάμι, άρπαξε τα γυαλιά και το 'βαλε στα πόδια.
Ο καημένος ο κύριος Περικλής δεν πήρε χαμπάρι τι έγινε, μα όταν είδε πως έλειπαν τα γυαλιά του, έκανε άνω κάτω το δωμάτιο για να τα βρει.
Έψαχνε, έψαχνε ώρες ολόκληρες. Πουθενά! Τι συμφορά ήταν αυτή που τον βρήκε; Ώσπου κουράστηκε πια να ψάχνει κι απελπισμένος ξάπλωσε σε μια πολυθρόνα.
Τότε, έγινε ένα θαύμα! Ναι! Για πρώτη του φορά άκουσε το κελάηδημα των πουλιών, που έσμιγε με τις παιδικές φωνές.
Έσπρωξε την πόρτα και βγήκε στο κατώφλι. Ένας γελαστός ήλιος του χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο. Ο αέρας μοσχοβολούσε χαμόμηλο και λεβάντα. Πήρε μιαν ανάσα βαθιά, ύστερα κατέβηκε και με αργά βήματα πλησίασε τα παιδιά, που τον υποδέχτηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό χτυπώντας παλαμάκια.
- Να παίξω κι εγώ μαζί σας; είπε καλοσυνάτα.
- Ευχαρίστως! αποκρίθηκαν τα παιδιά κι άρχισαν να του δείχνουν τα παιχνίδια τους.
Μονάχα ο Θοδωρής καθόταν ζαρωμένος σε μια γωνιά... Πόσο είχε μετανιώσει για το «αστείο» του. Ήθελε να επιστρέψει τα γυαλιά ζητώντας συγγνώμη, μα πως να δικαιολογηθεί γι' αυτό που έκανε;
Στο μεταξύ, ο κύριος Περικλής χαιρόταν με την ψυχή του τη συντροφιά των παιδιών και απαντούσε στις ερωτήσεις τους, που έπεφταν βροχή. Ύστερα, άρχισε να ρωτά αυτός και ν' απαντούν τα παιδιά.
Ε, λοιπόν, θα το πιστέψετε; Εκείνο το αξέχαστο πρωινό, ο σοφός κύριος Περικλής έμαθε όσα δεν είχε μάθει μιαν ολόκληρη ζωή! Α, ήταν πολύ τυχερός που έχασε τα γυαλιά του... Κι όταν δειλά δειλά τον πλησίασε ο Θοδωρής για να του τα δώσει πίσω, ομολογώντας πως αυτός του τα είχε πάρει, ο κύριος Περικλής γέλασε με την καρδιά του.
- Δεν πειράζει, παιδί μου. Μου βγήκε σε καλό! Αν δεν γινόταν αυτό, ποτέ μου δε θα γνώριζα το χαμόγελο σας Και δε θα μάθαινα ποτέ μου αυτό που εσείς μου φανερώσατε σήμερα: Πώς το θαύμα της ζωής κρύβεται μέσα σ’ ένα παιδικό χαμόγελο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου