Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

ΥΠΑΡΧΟΥΝ Ή ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΓΟΡΓΟΝΕΣ

 της Αγγελικής Βαρελλά

Όλη η οικογένεια βρισκόταν εκεί, δίπλα στην πισίνα του μεγάλου φεριμπότ. Σε αναπαυτικές καρέκλες χαίρονταν το γυρισμό τους στην Ελλάδα. Η θάλασσα τρεμίζε. Τη ζέσταινε ο ή­λιος κι άχνιζε.
Η μικρή εγγονή κουρνιασμένη στην αγκα­λιά της γιαγιάς της, άκουγε με προσοχή να της λέει το θρύλο της Γοργόνας, της αδελφής του Μεγαλέξανδρου.
Μεγάλη η ατυχία αυτής της κοπέλας! Με­γάλη, δε λες τίποτα.
Να τύχει να μπει στη σκηνή του αδελφού της, να δει μια κούπα με νερό, να πιει για να ξεδιψάσει, και το υπόλοιπο να το ρίξει στο χώμα να το καταπιεί η γης;
Τι πιο φυσικό; Μα έλα που το νερό ήταν μαγικό - αυτό που χαρίζει την αθανασία! Πού να το ξέρει η δόλια; Μήπως είχε ταμπελίτσα η κούπα να λέει: «Προσοχή, εδώ το αθάνατο νερό;» Πού να ξέρει ότι ο Μεγαλέξανδρος έ­ψαχνε χρόνια να βρει την πηγή. εκεί στα βάθη της Ανατολής, όπου είχε φτάσει με το στρατό του; Που να ξέρει πόσο πάσχισε και ίδρωσε να σκοτώσει το δράκο που τη φύλα­γε;
Κι έρχεται ο Μεγαλέξανδρος... (Ωχ! η φω­νή της γιαγιάς προμηνούσε τραγωδία). Μπαί­νει στη σκηνή. Ψάχνει να βρει την κούπα, τη βρίσκει αδειανή και βάζει φωνή μεγάλη, θυμώνει, Βγάζουν τα μάτια του φωτιές, το στό­μα του αφρούς, κι η Γοργόνα, φοβισμένη σε μια γωνιά, παρακαλεί τους θεούς ν' ανοίξει η γη να την καταπιεί, δεν θέλει πια να ζει, τέ­τοιο κακό που έκανε στον αδελφό της. άθελά της βέβαια.
Και την ακούει ο Ποσειδώνας, ο θεός της θάλασσας, τη συμπονά, τη μεταμορφώνει από τη μέση και κάτω σε ψάρι, τη βουτά στα βαθιά νερά και την εξαφανίϊζει στ' ανταριασμένα κύματα της θάλασσας.
Από τότε η Γοργόνα τριγυρίζει στο Αιγαίο Πέλαγος  και ρωτά τους καραβοκύρηδες που συναντά:
«Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;» κι άλλοτε η φωνή της είναι σαν να ουρλιάζουν χίλιες μπουρούδες μαζί-τόσο ά­γρια- κι άλλοτε είναι σαν να παίζουνε πίπιζες και σου­ραύλια - τόσο γλυκά.
Κι απορεί η εγγονή. Καλά. Αυτός ο ευλογη­μένος ο Μεγαλέξανδρος, γιατί δεν ήπιε αμέ­σως τ' ολόδροσο αθάνατο νερό που ανάβλυζε από την πηγή; Μόνο το έβαλε στην κούπα και το πήγε στη σκηνή του; Και να πεις πως δεν ήταν έξυπνος; Έλα ντε...
- Και πού τα ξέρεις όλα αυτά γιαγιά; Την έ­χεις δει ποτέ σου τη Γοργόνα;
- Ναι. Μια φορά μόνο. Ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε, απάντησε η γιαγιά. Ξημέρωνε η  αυγούλα. Βρισκόμουν στην κουβέρτα ενός με­γάλου καϊκιού. Πάνε χρόνια. Όλα ήταν αχνά, σιωπηλά, ήταν η ώρα της θάλασσας. Πετάχτηκε μπροστά μου, σαν δελφίνι, μέσα από τον αφρό. Ανάστα τα μαλλιά της έσταζαν αλμυρό νερό κι είχε μια πίκρα στο πρό­σωπο της μα τι πίκρα! Τα μάτια ήταν υγρά, γε­μάτα δάκρυα. - Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; με ρώτησε. Η φωνή της ήταν σαν λυγμός σπα­σμένου βιολιού.
- Ζει κοπέλα μου. Ζει της είπα τον καλό μου λόγο κι ετοιμάστηκα να της σκουπίσω τα δά­κρυα μ' ένα μεταξωτό μαντιλάκι, που είχε ολό­γυρα δαντελίτσα και το είχα από τη γιαγιά μου κι εκείνη πάλι από τη δική της γιαγιά, μα δε χρειάστηκε, γιατί η Γοργόνα βυθίστηκε στα νερά κι εξαφανίστηκε.
Ο μπαμπάς αγριοκοίταξε τη γιαγιά:
- Τι του λες του παιδιού, βρε μάνα: Δεν υπάρ­χουν γοργόνες, παιδί μου, συνέχισε κοφτά σηκώνοντας τα μάτια από την εφημερίδα που διάβαζε.
- Υπάρχουν! Υπάρχουν! χαμογέλασε ο παπ­πούς κι έδειξε δύο λυγερόκορμες κοπέλες που λιάζονταν δίπλα στην πισίνα. Δεν έχουν βέ­βαια ουρά, έχουν όμως γυμνασμένο κορμί και μαυρισμένο με τη βοήθεια αντιηλιακού από λάδι καρύδας.
Η μαμά διάβαζε το βιβλίο της.
- Εσύ, μαμά, είδες ποτέ σου τη Γοργόνα; επέ­μενε η μικρή να μάθει.
- Δεν είδα, δεν είχα το νου μου, όπως η για­γιά. Μου αρέσει, όμως, ο θρύλος της. Με συ­γκινεί η έγνοια και η αγάπη για τον αδελφό της. Αν τύχαινε πάντως να πεταχτεί μπροστά μου, να με ρωτήσει αν ζει ο Μεγαλέξανδρος, θα της έλεγα κι εγώ τον καλό μου λόγο:
- Ναι, σίγουρα ζει. Τον συναντώ κάθε μέρα στα βιβλία. Δεν χρειάζεται να πιεις αθάνατο νερό για να μείνεις αθάνατος! Ο αδελφός σου ξάπλωσε τον πολιτισμό κι έδωσε φως. Γι' αυτό είναι αθάνατος. Αυτά θα της έλεγα.
Η εγγονούλα τους κοίταξε όλους με τη σει­ρά. Τον μπαμπά, τον παππού, τη μαμά. τη για­γιά. Η θάλασσα άχνιζε. Σαν ν' άκουγε πίπιζες και σουραύλια, το λυγμό ενός σπασμένου βιολιού, μια γλυκιά φωνή να ρωτά ψιθυρίζοντας κάτι.
Γύρισε, χάιδεψε το μάγουλο της γιαγιάς, τη ρώτησε:
- Εκείνο το μεταξωτό μαντιλάκι, που έχει ολό­γυρα δαντελίτσα και θα σκούπιζες μ' αυτό τα δάκρυα της Γοργόνας, θα μου το δώσεις κι ε­μένα;

Δεν υπάρχουν σχόλια: