Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟΣ ΜΠΕΛΑΣ

 (της Φράνσης Σταθάτου)
Η άνοιξη είναι γενικώς μια πολύ ωραία επο­χή, φτάνει να μην κουβαλά μαζί της υπόλοιπα από τα χειμωνιάτικα χιόνια ή, το α­ντίθετο, να μη φέρνει πρώιμες ζέστες από το καλο­καίρι. Την άνοιξη, όπως είναι γνωστό, την ύμνησαν ποιητές και την τραγούδησαν τραγουδιστές... Στα καλά της άνοιξης περιλαμβάνεται το γεγονός πως οι μέρες μεγαλώνουν και έχει πολύ φως ως αργά, για να παίξεις ή να πας βόλτα ή να κάνεις ο,τιδήποτε σ' ευχαριστεί. Στα κακά της άνοιξης περιλαμ­βάνονται οι αλλεργίες.
Πώς είπατε; Τι σόι κακό είναι αυτό; Α, μεγάλο, πολύ μεγάλο! Ρωτήστε και την Αννέτα!
Κάθε άνοιξη «π' ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτά­ρι», καταπώς λέει το δημοτικό τραγούδι, κάθε άνοιξη που φου­ντώνουν τ' αγριολούλουδα, φου­ντώνουν και τα σπυράκια στο πρόσωπο της Αννέτας. Αυτό συμβαίνει οπωσδήποτε κάμποσα χρόνια τώρα. Κι αν τ' αγριολούλουδα φαντάζουν πανέμορφα μες στα λιβάδια, τα σπυράκια φαντάζουν απαίσια πά­νω στο δέρμα της Αννέτας.
-  Μαμάαα! Τα σπυράκια μου φούντωσαν πά­λι!
- Όχι, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ! Πότε κιόλας... Τι μήνα έχουμε;
-  Εικοσιοχτώ του Μάρτη, μαμά. Σωστό ημερολόγιο το δέρμα της Αννέτας. Τρίτο δεκαήμερο του Μάρτη, τα σπυράκια κάνουν την εμφάνιση τους, πιστά σ' ένα μυ­στηριώδες ραντεβού με την άνοιξη. Και τότε αρχίζουν τα «αχ» και τα «βαχ», τα «ωχ, να 'τα μας πάλι», και τότε αρχί­ζουν και οι αλοι­φές, λογιών—λο­γιών.
- Θα βάλω την αλοιφή από το πράσινο σωληνάριο, λέει η Αννέτα.
- Αυτή δε σου 'κανε πολύ καλό πέρσι. Βαλέ την άσπρη.
- Και γιατί την άσπρη; Θα βάλω την κίτρινη.
- Και γιατί την κίτρινη; Να βάλεις τη γαλάζια.
- Μπα, την κολοκυθιά παί­ζουμε; κάνει τάχα μου αδιάφο­ρος ο Σπύρος, ο μι­κρός αδερφός, φοβε­ρό πειραχτήρι. Εγώ λέω να βάλουμε τη... ριγέ!
Και φέρνει, τρέχοντας, έ­να σωληνάριο οδοντόκρεμας με άσπρες και κόκκινες ρίγες!
Η Αννέτα λέει να βάλει... τις φωνές, αλλά το αναβάλλει γι' αργότερα. Προς το παρόν στρώνει μια στρώση κίτρινη κρέμα πάνω στο δέρμα του προσώπου της και κοιτάζεται στον καθρέφτη. Φρίκη! Σαν μάσκα Κινέζου μάγου φαίνεται.
- Μαμάαα! Κοίτα πώς έγινα! Είμαι απαίσια, φριχτή!
- Σώπα, πουλάκι μου, σώπα, και θα το ταχτο­ποιήσουμε. θα τηλεφωνήσω στο γιατρό... ή καλύ­τερα στην... ή μάλλον όχι, στον...
- Άσε, καλέ μαμά. Τους έχουμε ρωτήσει όλους. Δεν έμεινε και κανένας!
Αυτό είναι αλήθεια. Πέντε χρόνια πριν, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το φαινόμενο, και που δεν πήγαν τη μικρή! Πήγαν στον παιδίατρο, σε δερμα­τολόγο, σε αλλεργιολόγο, σε μια ειδική Κλινική... τί­ποτα! Ο καθένας είπε τη γνώμη του, έγραψε συ­νταγές, εκείνοι ακολούθησαν όλες τις οδηγίες, αλλά αποτέλεσμα μηδέν. Ακόμα και στα φαγητά έκαναν περικοπές: Της έκοψαν το ψάρι, το αυγό, τη σοκο­λάτα —αυτό το τελευταίο ειδικά στενοχώρησε πο­λύ την Αννέτα. Όμως ούτε η δίαιτα ωφέλησε, ούτε τα φάρμακα. Κάθε χρόνο σταθε­ρά, από τα τέλη του Μάρτη ως τις αρχές, περίπου, του Μάη, η Αννέτα περνά τα ίδια. Μπήκαν στη μέση συγγενείς και φίλοι, και ο καθένας έκανε τη δική του διάγνωση:
-         Φταίνε τα κουνούπια!  Έλεγε ο ένας.         
Βάλανε πα­ντού κουνουποδιώχτες.
— Φταίνε τα μάλλινα χαλιά! Έλεγε η άλλη
Τα φύλαξαν όλα άρον—ά­ρον.
— Φταίει  η εφηβεία!   Είπε και μια  ξαδέρφη νο­σοκόμα. Καλέ, ποια εφηβεία; Πεντέμισι χρόνων ήταν η Αννέτα όταν φούντωσε για πρώτη φορά και τώρα που μιλάμε πλησιάζει τα έντεκα. Κορι­τσάκι πράμα, δηλαδή. Ώ­σπου κάποια μέρα ένας γέρος θείος γιατρός, παλιός δερματολόγος, αποφάν­θηκε:
-         Φταίει η ανθοφορία των δέντρων!
Αυτό, μάλιστα, ακούστηκε πιο πιθανό! Γιατί, ό­πως είναι γνωστό, κάθε άνοιξη τα δέντρα ανθο­φορούν κι ο αέρας πλημμυρίζει από τις ευωδιές κι από τη λε­πτότατη σκόνη των λουλουδιών τους. Καλό αυτό, μες στον κύκλο της φύσης είναι, αλλά με την ανθοφορία της Αννέτας, που ήταν κάπως αφύσικη, τι θα γινόταν;
Μια ριζική λύση θα ήτανε να μένει ολημερίς — ολονυχτίς κλεισμένη στο σπίτι της, σαν τη βασιλοπούλα του παραμυ­θιού που την είχε κλει­δωμένη ένας δράκος. Έλα όμως που η Αννέ­τα έπρεπε να πηγαίνει στο σχολείο, να βγαίνει για μαθήματα, για ψώ­νια, για διάφορα... Δεύ­τερη λύση θα ήτανε να μετακομίσουν σε άλλη γειτονιά.    Δύσκολο πράγμα όμως να βρεθεί το σπίτι που ήθελαν σε δρόμο χωρίς ούτε ένα δεντράκι. Μια τρίτη λύση, λύση απελπισίας αυτή, θα ήτανε· να κυκλοφορεί η Αννέτα με στολή κοσμοναύτη –αυτή με  την κάσκα, ξέρετε- ή μπαίνει σε ειδικό προστατευμένο όχημα, κάτι σαν   τεράστια γυάλα.
Όμως ούτε κοσμοναύτης είναι η Αννέτα, ούτε χρυσόψαρο. Ένα παιδί που λαχταρά να χαίρεται τη ζωή του είναι, ένα παιδί που αγαπά τη  φύση, τα δέντρα, τα λουλούδια. Οι δικοί της, το μόνοι που δε θέλουν είναι να μισήσει την άνοιξη και τις ομορφιές  της η μικρή Αννέτα. Μα ούτε εκείνη το θέλει κι έτσι, αφού κάθε άνοιξη της απαγορεύεται να πλη­σιάζει δέντρα και λουλούδια, εκείνη τα ζωγραφίζει στα φύλλα ενός μεγάλου μπλοκ, και ζωγραφίζει με χρώματα ζωηρά, λαμπερά, με σχέδια πανέμορφα.
Κάπως έτσι κυλούσε ο καιρός, ώσπου... Ώσπου έγινε το θαύμα! Βρέθηκε η αιτία!
Και ποιος τη βρήκε, θα ρωτήσετε; Μήπως κα­νένας διάσημος επιστήμονας του εξωτερικού; Λά­θος, λάθος! Τη βρήκε μια μάλλον άσημη αλλά πολύ αγαπητή θεία του εσωτερικού, συγκεκριμένα απ' το νησί του πατέρα, την Κεφαλλονιά. Ήταν Μεγάλη Βδομάδα όταν η θεία Στέλλα ήρθε στην Αθήνα για μια βιαστική δουλειά και το απόγευμα πέρασε κι απ' το σπίτι τους για λίγο, γιατί τους είχε πεθυμήσει, αφού είχε να τους δει απ' το περασμένο καλοκαίρι.
Τη δέχτηκαν με χαρά, εκεί­νη τους αγκάλιασε όλους, μα σαν έφτασε στην Αννέτα έ­μεινε μ' ορθάνοιχτα μάτια κι έμπηξε φωνή κατάπληξης:
- Καλέ, τι είναι τούτο; Τι έπαθε το παιδί;
— Έχει ανθοφορία! πετά­χτηκε ο Σπύρος, έτοιμος να πει κι άλλα, μα ο πατέρας του έκλεισε το στόμα. Έπειτα πήρε την ξαδέρφη παράμερα και της εξήγησε τι συνέβαινε. Εκείνη άκουγε με συμπόνια. Να συμ­βαίνει τέτοιο πράγμα, και να μην το ξέρει, τό­σα χρόνια! Εμ βέβαια, μόνο τα καλοκαίρια τους έβλεπε, και μια φορά τα Χριστούγεννα, όταν εί­χε έρθει στον Πειραιά να δει τη θεία τους τη Μαρίκα, που αφότου έμεινε χήρα ζούσε με το μοναχογιό της.
- Εσείς τη βλέπετε τη θεία Μαρίκα; τους ρώ­τησε.
-  Αμέ, κάπου κάπου, και σίγουρα του Ευαγγε­λισμού, που γιορτάζει τον Βαγγέλη της. Τρώμε σπί­τι τους και μας κάνει μπακαλιάρο τηγανητό και αλιάδα κεφαλλονίτικη.
- Αχ, η αλιάδα η κεφαλλονίτικη! έκανε αναστενάζοντας η  θεία Στέλλα κι έσκυψε με ξαφνικό ενδιαφέ­ρον πάνω απ' το κατακόκ­κινο πρόσωπο της Αννέτας. Και δε μου λέτε, ό­ταν τρώτε όλοι, τρώει και η Αννέτα μας αλιάδα;
- Αμέ, αμέ; Από μικρό παιδί! Τρελαίνεται!
- Και πότε άλλοτε τρώτε πάλι το ίδιο φαγητό;
- Α, όχι συχνά, μόνο των Βαΐων, με το ψάρι! έ­κανε ο πατέρας σαν παραπονεμένος, κι αυτό επει­δή το ζητάω εγώ! Εδώ μέσα δεν τρελαίνονται πο­λύ—πολύ.
Εκεί πάνω πετάχτηκε πάλι ο Σπύρος, προτού προλάβουνε να τον σταματήσουν:
- Εγώ, να σου πω θεία, δεν τρελαίνομαι, αλλά την έγραψα στην έκθεση και γέλασε όλη η τάξη, και μετά η κυρία εξήγησε ότι στα ιταλικά «άλιο» σημαί­νει σκόρδο, και πως οι Κεφαλλονίτες έχουν κρατήσει πολλές ιταλικές λέξεις! Εσύ τι λες;
Όμως η θεία Στέλλα δεν απά­ντησε. Πάλι σκεφτική, είχε πιάσει κι εξέταζε το πρόσωπο της μικρής απ' όλες τις μεριές, με μεγά­λη προσοχή, σαν καθηγητής Πανεπιστημίου. Σε δυο λεπτά το δικό της πρόσωπο φωτίστηκε από πλατύ χαμόγελο, ενώ έλεγε θριαμβευτικά:
-         Αυτό είναι! Βρήκα τι φταίει! Η αλιάδα!
Τα «γιατί» και τα «πώς το βρήκες» και τα «είσαι σίγουρη;» έπεσαν βροχή, καθώς καταλαβαίνετε. Η θεία Στέλλα, ξαναμμένη από χαρά, πήρε αγκαλιά την Αννέτα και, χαϊδεύοντας τα μαλλάκια της, διηγήθηκε μια ιστορία παρόμοια. Ότι δηλαδή σαν ή­ταν κι εκείνη κοριτσάκι μικρό, έπεφτε με τα μούτρα -που λέει ο λό­γος— στην αλιάδα που έφτιαχνε η νόνα της (νό­να λένε τη γιαγιά στην Κεφαλλονιά) κι έπειτα από δυο—τρεις μέ­ρες, να σου κάτι σπυριά    στο πρόσωπο της, σαν    κόκκινα κουμπάκια! Εί­δανε και πάθανε να το καταλά­βουν οι δικοί της, κι από τότε δεν ξανάβαλε αλιάδα στο στόμα της, αφού το σκόρδο της έφερνε τέτοιαν αλλεργία.
- Καταλαβαίνετε τώρα γιατί συμβαίνει την ά­νοιξη; Επειδή μόνο τότε τρώτε την αλιάδα! Μια φορά στις 25 του Μάρ­τη, κι άλλη μια την Κυρια­κή των Βαΐων, μες στον Απρίλη, δε θέλει κι άλλο η Αννέτα μας! Καταλαβαί­νετε γιατί δε συμβαίνει το καλοκαίρι, ούτε το φθινόπωρο, ούτε το χει­μώνα;
- Πώς, πώς, αμέ, κα­ταλάβαμε, καταλάβαμε! Ολόκληρη η οικογένεια είχε καταλάβει και είχε πια ηρεμήσει, αφού ένα άλυτο αίνιγμα που προ­βλημάτισε την επιστήμη, είχε μόλις τώρα δα βρει τη λύση του. Μα περισσότερο απ' όλους χαιρόταν η Αννέτα, πρώτον επειδή είχε τόσο σοφή κι έξυπνη θεία, δεύτερον επειδή δεν την ένοιαζε καθόλου να μην ξαναφάει αλιάδα, και τρίτον επειδή θα μπο­ρούσε πια ν' αγγίζει όλα τα λουλούδια κι όλα τα δέ­ντρα! Το ίδιο βραδάκι μάλιστα σκαρφάλωσε στη συκιά της αυλής και κάθισε ανάμεσα στα κλαδιά κάμποση ώρα, ευτυχισμένη σαν πουλάκι.
Την άλλη μέρα κιόλας ζήτησε να πάνε στον Ε­θνικό Κήπο, στο Πεδίο του Άρεως και στη συνέχεια πήρε σβάρνα όλα τα πάρκα της πόλης -ποιος να της χαλάσει χατίρι! Έπειτα ζήτησε να πάνε στο δάσος της Πεντέλης, αλλά όταν γύρεψε και την Πάρνηθα ο πατέρας είπε πως είχανε και δουλειές να κάνουν, κι ας τ' άφηναν γι' αργότερα, Έτσι αλλιώς είχαν πολύ καιρό μπροστά τους, αφού μό­λις άρχιζαν οι διακοπές του Πάσχα και κανένας, για κανέ­να λόγο, δε θα ζητούσε να φτιάξουν αλιάδα!
Η θεία Στέλλα ξανάφυγε για το νησί, με δώρο από την Αννέτα τρεις α­πό τους
ωραιότερους πίνακες που Είχε φτιάξει με τα υπέροχα πολύχρωμα λουλούδια. Τους άλλους πίνακες τους έβαλαν στην έκθεση που έκανε το σχολείο στο τέλος της χρονιάς και όλοι τους θαύμασαν και είπαν:
«Τι έμπνευση! Τι απόδο­ση! Αυτό το κορίτσι εί­ναι... σκέτο περιβόλι!
Και κανένας απ' αυτούς, ποτέ, δεν έμαθε το πώς και το γιατί όλης αυτής της έμπνευσης. Θα ήταν πολύ πεζό, σε μια έκθεση ζωγραφικής, να τους μιλούσαμε γι' ανοιξιάτικες αλλεργίες...

Δεν υπάρχουν σχόλια: