Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Ο ΓΑΤΟΣ ΤΡΙΣΤΡΑΝΟΣ

της Αλεξάνδρας Σταυροπούλου
Ο Τρίστρανος δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο. Από τη μουσούδα μέχρι την άκρη της ουράς του ήταν κατάγκριζος, και φυσικά, κα­νείς δεν τον θαύμαζε. Και τι δεν θα ‘δινε, για να μην είναι τόσο περιφρονημένος. Έ­πλενε τη γούνα του, για να αστράφτει, γλυκοκοιτούσε όλους , μα άδικα έχανε το καιρό του.
- Έτσι όπως είμαι γκριζούλης, ποιος να με προσέ­ξει! Πρέπει να διαπρέψω, δηλαδή πρέπει να κάνω κάτι το εξαιρετικό, που να αφήσω όλους με ανοικτό το στόμα. Και πήρε δρόμο για το λιβάδι, όπου τρεις λαγοί μασουλούσαν το τρυφερό ανοιξιάτικο χορτάρι.
 - Γεια σας τους φώναξε από μακριά. Είμαι ο Τρί­στρανος, ο θαυμαστός σοφός, και ήρωας σωστός.
- Και σαν τι κάνεις; είπαν με μια φωνή τα λαγουδάκια.
Αντί για απάντηση πήρε φόρα και άρχισε να κάνει τούμπες, δεκαπέντε τούμπας χωρίς να πάρει ανάσα. Ποιος άλλος γάτος θα παράβγαινε μαζί του;
- Καλά τα κατάφερες, απήντησαν τα λαγουδάκια, χωρίς κανένα θαυμασμό. Μα αυτό δα, το κάνουμε και μεις.
Άρχισαν να κάνουν τούμπες, δεκαεφτά ολόκλη­ρες τούμπες και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα από τον Τριστράνο, που τα είχε κυριολεκτικά χαμένα. Και να ήταν μόνο αυτό! Όλο του το σώμα πονούσε. Κρεβα­τώθηκε, και δυο μέρες δεν μπορούσε να κουνηθεί. Μα κάτω δεν το έβαλε.
Σα συνήλθε πήγε στην άκρη του δάσους, εκεί που ζούσε μια ποντικοοικογένεια.
- Προσοχή, συμβούλευσε ο σοφός ποντικοπατέρας Ιγνάτιος τα τρία παιδιά και τη γυναίκα του.
Ο Τρίστρανος μυρίστηκε το φόβο τους, στάθηκε σε απόσταση, έκανε μια βαθειά υπόκλιση και είπε:
Μη φοβάστε, είμαι εγώ, τρεις φορές πολύ τρα­νός.
Κάνω θαύματα και κόλπα, κι είμαι λένε πονηρός Σαν και μένα δεν υπάρχει άλλος τόσο ξακουστός.
- Και τι μπορείς να κάνεις του λόγου σου; ρώτη­σε δειλά ο πιο πιτσιρίκος από τα τρία ποντικάκια.
Ο Τρίστρανος δεν απάντησε. Έβαλε το κεφάλι στη γη σήκωσε τα πόδια ψηλά και έμεινε έτσι ίσιος τρία λεπτά σαν αναποδογυρισμένο μπαστούνι...
- Καλά τα κατάφερες απάντησαν τα ποντίκια χω­ρίς κανένα θαυμασμό. Μα αυτό δα το κάνουμε και μεις. Πατέρας, μητέρα και τα τρία ποντικάκια έβαλαν το κεφάλι στη γη, σήκωσαν τα πόδια ψηλά και έμει­ναν πέντε ολόκληρα λεπτά ίσια σαν αναποδογυρι­σμένα μπαστούνια. Σαν τέλειωσαν έτρεξαν γρήγορα - γρήγορα στη φωλιά τους.
- Γεια σου, στο καλό, του φώναξαν τα ποντίκια.
Ο Τρίστρανος ήταν όλο νεύρα. Και να ήταν μόνο αυτό! Το κεφάλι του κουδούνιζε. Κρεβατώθηκε τέσσερες μέρες και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Μα κάτω δεν το έβαλε.
Σαν συνήλθε άρχισε να κάνει βόλτες σε μια αποθήκη. Κάτω από τη σκεπή ξεχώρισε σ’ ένα δοκάρι τρεις κουκουβάγιες.
- Καλή σας μέρα. τους είπε με γλυκιά φωνή. Δεν θέλω να σας ενοχλήσω. Ήλθα να σας δείξω κάτι καταπληκτικό. Κρατηθείτε καλά μη πέσετε, γιατί κάνω τρομερές και φρικτές γκριμάτσες.
Άρχισε να αλληθωρίζει μια δεξιά μια αριστερά, άνοι­γε το στόμα του, έδειχνε απειλητικά τα δόντια του, έβγαζε τη γλώσσα του και κουνούσε άγρια τα αυτιά του. Έβαζε τα μπροστινό του πόδια σαν κέρατα μπρος από τα αυτιά του και σφύριζε σαν φίδι, που ε­τοιμάζεται να επιτεθεί.
- Καλά τα καταφέρνεις απάντησαν οι κουκουβά­γιες χωρίς κανένα θαυμασμό. Αλλά γκριμάτσες κά­νουμε δα και εμείς.
Και οι κουκουβάγιες άρχισαν να κάνουν γκριμά­τσες.
Στην αρχή κοιτούσε ο Τρίστρανος προς τα επάνω. Ήταν όμως τόσο τρομερές οι γκριμάτσες που έβλε­πε, που άρχισε να τρέμει και έφυγε όσο πιο γρήγο­ρα μπορούσε.
Το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί, γιατί οι κου­κουβάγιες με τα καμώματα τους τον κατάτρεχαν α­κόμη και στα όνειρα του. Σαν ξύπνησε και έπλυνε το πρόσωπο και τη γούνα του, άρχισε να βάζει τάξη στις σκέψεις του.
- Ό,τι και αν κάνεις, καημένε Τρίστρανε, είπε στον εαυτό του, οι άλλοι το κάνουν καλύτερα από εσένα. Έκανα τούμπες, στάθηκα με το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά, έκανα άγριες γκριμάτσες, ίδρω­σα, κουράστηκα, αρρώστησα... Ε, και τι μ’ αυτό; Κα­νείς, μα κανείς δε με θαύμασε. Πρέπει λοιπόν να βρω κάτι άλλο. Ίσως....ίσως κάτι που να κάνει όλους να ξεκαρδιστούν στα γέλια. Ναι! θα βρω ένα κατα­πληκτικό αστείο.
Το πρωί στις επτά τεντώθηκε, ξανάκανε την τουαλέτα του και πήρε δρόμο για το λιβάδι, όπου έβοσκαν οι αγελάδες του γείτονα..­. Έβγαλαν το κεφάλι τους έξω από το συρματό­πλεγμα και τον κοίταζαν παράξενα.
- Καλά την έχω, σκέφτηκε ο Τρίστρανος. Είναι φυλακισμένες και δεν μπορούν να μου τις βρέξουν, αν βρουν το αστείο μου κρύο.
- Ακούστε με, τους είπε, και θα ξεκαρδιστείτε στα γέλια με το αστείο μου.
- Είμαστε όλο αυτιά, απάντησαν οι αγελάδες. Ο Τρίστρανος πήρε ύφος σοφού και άρχισε:
Πόσα πόδια έχω εγώ,
ο γκρίζος γάτος ο τρανός;
- Τέσσερα, λέτε.
- Όχι! εγώ σας απαντώ,
τούτο εδώ δεν ειν’ σωστό.
Δυο μπροστά
και δυο πίσω.
Έχω δυο αριστερά,
κι άλλα τόσα δεξιά,
τέσσερες φορές το δυο
κάνει πάντοτε οκτώ.
 Γελάστε, σας παρακαλώ!
 Γελάστε! Δέστε πως γελώ!
Είμαι όλος μια χαρά,
Χα, χα, χα, χαχα, χαχα!



Μα οι αγελάδες δεν γέλασαν καθόλου. Τέντω­σαν τα μάτια τους και κοίταζαν με θαυμασμό τον Τρίστρανο, γιατί πήραν στα σοβαρά το αστείο του.
- Είσαι ένας καταπληκτικός γάτος, ξεστόμισαν...
- Επιτέλους, σκέφθηκε ο Τρίστρανος, να, που ε­πιτέλους με θαυμάζουν, κι ας μη κατάλαβαν το α­στείο μου. Δεν βαριέσαι! Και τι με αυτό...
Κορδώθηκε και αποχαιρέτησε τις αγελάδες με μια βαθειά υπόκλιση, κι έφυγε τρέχοντας για τη λί­μνη, όπου πλατσούριζαν κάτι πάπιες. Στάθηκε μπρο­στά τους και άρχισε:


Πόσα πόδια έχω εγώ,
ο γκρίζος γάτος ο τρανός;
- Τέσσερα, λέτε.
- Όχι! εγώ σας απαντώ,
τούτο εδώ δεν ειν’ σωστό.
Δυο μπροστά
και δυο πίσω.
Έχω δυο αριστερά,
κι άλλα τόσα δεξιά,
τέσσερες φορές το δυο
κάνει πάντοτε οκτώ.
 Γελάστε, σας παρακαλώ!
 Γελάστε! Δέστε πως γελώ!
Είμαι όλος μια χαρά,
Χα, χα, χα, χαχα, χαχα!
- Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί κάτι τέτοιο, φώναξαν οι πάπιες. Βγήκαν από το νερό, άπλωσαν τα φτερά τους, έκαναν ένα κύκλο γύρω από τον γκρίζο γάτο, και άρχισαν να χορεύουν για να τον τι­μήσουν, ενώ συνάμα τραγουδούσαν: οκτώ, οκτώ, ο­κτώ, οκτώ.
Ο Τρίστρανος καμάρωνε. Φούσκωνε από περηφάνια, αλλά ο χορός τριγύρω του τον ζάλισε.
- Γεια σας, του φώναξε, και πήγε τρέχοντας σπίτι του, για να ξεκουραστεί.
Μπροστά από το σπίτι του βρήκε μια μεγάλη συ­γκέντρωση. Όλοι οι σκύλοι της γειτονιάς, που συνέ­χεια καυγάδιζαν με τον Τρίστρανο, τον περίμεναν. Στην αρχή τρόμαξε, γιατί δεν τα πήγαινε καλά μαζί τους. Σαν πρόσεξε, ότι του έκαναν χαρές και του κουνούσαν την ουρά, ησύχασε.
- Δείξε μας τα οκτώ σου πόδια! του φώναξαν.
- Να, τα σπουργίτια που ήσαν στα δένδρα κοντά στη λιμνούλα, τα άκουσαν όλα, και άρχισαν να δια­λαλούν τα νέα.:
 Αυτός ο γάτος ο κοινός
ο γκριζούλης Τρίστρανος
έχει πόδια, λένε, οκτώ
κι είναι πλάσμα θαυμαστό.
- Και βέβαια, απήντησε ο Τρίστρανος, έχω δυο πόδια μπρος και δυο πίσω, έχω δυο δεξιά και άλλα δυο αριστερά.
Περίμενε πως οι σκύλοι, σαν πιο έξυπνοι, θα κα­ταλάβαιναν, πως είχε κάνει ένα αστείο. Βέβαια του άρεσε πολύ που τώρα τον εθαύμαζαν, αλλά δεν ή­θελε να τον πουν στο τέλος και ψεύτη. Πόσο θα ή­θελε να βρισκόταν τελικά κάποιος, που θα καταλά­βαινε το αστείο του. Μα κανείς, κανείς δεν βρέθηκε..
Μέρα με την ημέρα η ζωή του Τρίστρανου άλλα­ζε. Όλοι τον ήθελαν στην παρέα τους. Στο δρόμε τον χαιρετούσαν με σεβασμό και ήσαν υπερήφανο που είχαν ένα τέτοιο γάτο στην πόλη τους. Κάποια μέρα συγκεντρώθηκαν όλοι οι γάτοι και απεφάσι­σαν να οργανώσουν μια γιορτή για να τον τιμήσουν Οι γάτες ετοίμασαν μεζέδες, οι γάτοι στόλισαν το Γατόπαρκο και έστησαν μια εξέδρα, για να παρουσιάσουν τον Τρίστρανο. Γάτοι, σκύλοι, ποντίκια, αλε­πούδες, πάπιες, και ό,τι άλλο αναπνέει στην πλάση κάθισαν ανάκατα ο ένας δίπλα στον άλλο, και κακό δεν έβαζαν με τον νου τους. Ο Τρίστρανος οδηγήθηκε στην εξέδρα και η γατοορχήστρα άρχισε να παίζει χαρούμενες μελωδίες που τις διέκοπταν τα
- Νιάου! ζήτω! Να μας ζήσει ο τρανός ο Τρίστρανος!
Σαν πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός, ο αρχαιότερος γάτος ανέβηκε στην εξέδρα.
- Δεν θέλω να σας πω πολλά, και να χαλάσω έτσι το κέφι της σημερινής ημέρας. Έχουμε όμως ετοιμάσει μια μικρή έκπληξη για τον φίλο μας τον Τρίστρανο. Έχουμε εδώ οκτώ μεταξωτές κορδέλες, που η πιο γλυκιά γατούλα του τόπου θα τις δέσει σε κάθε πόδι του Τρίστρανου.
Στην εξέδρα ανέβηκε η Μίτσα, μια λευκή καλλονή, με φουντωτό τρίχωμα. Κρατούσε ένα βελούδινο μαξιλάρι, όπου ήταν απλω­μένες οκτώ κατακόκκινες κορδέλες, τη συ­νόδευε η Φράνση, μια σπάνια μαύρη καλλονή.
- Θεέ των γάτων, ψιθύρισε ο Τρίστρανος και έτρεμε ολόκληρος. Άνοιξε τη γη να με καταπιεί. Εγώ μόνο ένα αστείο ήθελα να κά­νω. Τώρα πάει.... Θεέ μου, βάλε το χέρι σου....­Οι καλεσμένοι χειροκροτούσαν, τα τύ­μπανα χτυπούσαν και η ορχήστρα ξεφώνιζε:
- Ζήτω! Ζήτω! Ζήτω ο Τρίστρανος, ο τρεις φορές τρανός. Ζήτω η Γατούπολη!
Σαν έγινε ησυχία, η Μίτσα έγνεψε στη Φράνση, και με χάρη και νάζι άρχισε να δένει από μια κορδέλα σε κάθε πόδι του Τρίστρανου... Μα σαν έδεσε και την τέταρτη κορδέ­λα, είδε πως στο βελούδινο μαξιλαράκι εί­χαν περισσέψει άλλες τέσσερες. Ο Τρίστρα­νος είχε κατεβάσει το κεφάλι και περίμενε το τέλος του. Η Μίτσα και η Φράνση κοιτά­χτηκαν. Η ορχήστρα έπαιζε με ενθουσιασμό και το πλήθος φώναζε:
Τρί-στρα-νε,
Γα-τε τρά-νε
Δεί-ξε τις κορδέ-λες σου
 Και τα πο-δαρά-κια σου!
Σαν αστραπή πέρασε από το νου της Μίτσας:
- Γρήγορα, ψιθύρισε στη Φράνση, κατάπιε τις δυο κορδέλες και εγώ τις άλλες δυο. Για δες πόσο δυστυχισμένος είναι! Και είναι τό­σο γλυκός...
Η Φράνση την κοίταξε παράξενα και κατάπιε τις κορδέλες Με μια μπουκιά τις εξαφάνισε και η Φράνση. Ο Τρίστρανος τα είχε χαμένα. Ντρεπόταν αφάνταστα, αλλά ήταν και κατα­συγκινημένος με την τόλμη της Μίτσας και της Φράνσης. Δεν είπε όμως τίποτε.
Οι καλεσμένοι άρχισαν το χορό και έγινε γλέντι τρικούβερτο. Ο Τρίστρανος πήρε τη Μίτσα από το χέρι για να χορέψουν. Αυτή ό­μως στάθηκε και κοίταζε επίμονα τις κορδέ­λες του.
- Σου αρέσουν; ρώτησε δειλά.
- Πονηρούλη, ξεστόμισε, και του έδωσε ένα φιλί.
Τα χαράματα τους βρήκαν αγκαλιασμένους να χορεύουν αξέχαστες μελωδίες. Όταν το γλέντι τελείωσε πήραν μαζί το δρόμο για την επιστροφή.
- Δεν θα χωρίσουμε ποτέ! είπε ο Τρίστρα­νος
- Ποτέ! του ψιθύρισε η Μίτσα και του έ­δωσε ένα φιλί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: