της Σοφίας Σφακιανάκη – Ξενάκη
Τα πεύκα συνέχεια αναστέναζαν βαθιά, ξεφυσούσαν μ’ όλη τους τη δύναμη για να διώξουν με την ανάσα τους τον Καπνοδράκο...
Ξεπρόβαλε πρωί-πρωί, κατάμαυρος, μέσα απ' το φουγάρο του γειτονικού εργοστασίου, και το σώμα του που τελειωμό δεν είχε, εξακολουθούσε να βγαίνει απ' την καμινάδα ολημέρα... Ανέβαινε στα ύψη, μεταμορφωνότανε σε γκρίζο σύννεφο κι άπλωνε την αρίδα του πάνω απ' την περιοχή, όπου βρισκόταν το δάσος, η βιομηχανία κι ο εργατικός συνοικισμός, και, συνέχιζε τα κατορθώματα του: θόλωνε τον ουρανό, σκέπαζε τον ήλιο, έπνιγε τον αέρα και σκόρπαγε αργά-αργά στη γη βροχή από καπνιά, μουντζουρώνοντας τους δρόμους, τα σπίτια, τους ανθρώπους, τα δέντρα, τα ζώα, τα πουλιά...
Ο Καπνοδράκος ήταν γέννημα θρέμμα του εργοστασίου, ζούσε στο καζάνι του καυστήρα, όπου βρισκόταν και η καμινάδα, απ' την οποία ξεπόρτιζε η αφεντιά του και τυραννούσε με τα καμώματα του τον κοσμάκη. Οι ιδιοκτήτες της βιομηχανίας τον είχαν έτσι κακομαθημένο, αφού δεν έκαναν κάτι για να διορθώσουν την κακή συμπεριφορά του. Ούτε τον περιόριζαν με κάνα φίλτρο στην καπνοδόχο, να συμμαζευτεί κομμάτι. Τον άφησαν ελεύθερο να ξεπορτίζει. για να μην τον κακοκαρδίσουν... Εκείνος πάλι. τους ευγνωμονούσε που δεν τον εμπόδιζαν να αλωνίζει, κι έκανε ό,τι μπορούσε για να τους ευχαριστήσει δηλαδή, έκανε την περιοχή κατάμαυρη! Αν και το κεφάλι του ήταν κούφιο, καταλάβαινε πως όσο πιο πολύ πνιγόταν και μαύριζε ο τόπος, τόσο περισσότερο αυξανόταν η παραγωγή: αυτοί γέμιζαν τις τσέπες τους με χρήματα και, οι κάτοικοι, τα πλεμόνια τους με κάπνα...
Οι ιδιοκτήτες της βιομηχανίας, άλλωστε, δε ζούσαν σ’ εκείνη την περιοχή ώστε να βασανίζονται, αλλά και τις ώρες που έμεναν στο εργοστάσιο, κάθονταν μέσα στα γραφεία τους, τα οποία, είχαν κλιματισμό...
Οι κάτοικοι υποφέρανε, αλλά δεν διαμαρτύρονταν, μιας και όλοι. -εκτός από τους γέρους και τα παιδιά-, δούλευαν στο εργοστάσιο, και, ο Καπνοδράκος τους εξασφάλιζε το μεροκάματο. Θα έμεναν χωρίς δουλειά, αν ο καπνός σταματούσε να βγαίνει απ' την καμινάδα της βιομηχανίας γιατί ταυτόχρονα θα σταματούσε κι η παραγωγή της, αφού αυτός ο Δράκος θρεφότανε απ' τη φωτιά, στο καζάνι του καυστήρα της που, λειτουργούσε, για να κατασκευάζονται τα προϊόντα της...
Το γκρίζο σύννεφο σκέπαζε τον ουρανό κι απειλούσε την υγεία των κατοίκων. Ετούτοι, πάλι, είχαν επαναπαυτεί, μιας και υπολόγιζαν ότι βρισκόταν στην περιοχή ολόκληρος πευκώνας που τους προστάτευε, προσφέροντας οξυγόνο. Το παιδομάνι. εξάλλου, αυτού συγκεντρωνόταν για παιχνίδι... Το δάσος ήταν μια όαση μέσα στον καπνισμένο τόπο. Είχε πλήθος από πεύκα, κυπαρίσσια, πλατάνια, βελανιδιές κι άλλα άγρια δέντρα καθώς και θάμνους, κι αγριολούλουδα...
Φώλιαζαν εκεί ένα σωρό ζώα, ζωάκια και, πουλιά... Είχε κι ένα ποταμάκι, να το δροσίζει...
Τα παιδιά δεν άντεχαν να τρώνε τη μουντζούρα και ν' αναπνέουν την κάπνα. Κάθε μέρα μαζεύονταν στο δάσος για να γλιτώνουν απ' το Δράκο και. να παίρνουν καθαρό αέρα. Τώρα το καλοκαίρι που δεν είχανε σχολείο, βρίσκονταν ολημέρα σ’ αυτή την όαση, η οποία, συνόρευε κιόλας με την Παιδική Χαρά. Τα πιτσιρίκια, τα συνόδευαν οι γιαγιάδες κι οι παππούδες τους, πήγαιναν κι οι μωρομάνες, με τα βρέφη στα καροτσάκια,.. Τα πεύκα τους προφύλαγαν από το γκρίζο σύννεφο τους έδιναν ζωή.
Όμως, ορισμένοι απ' τους κατοίκους που έμεναν στη διπλανή περιοχή, (στο προάστιο, πέρα απ' τον εργατικό συνοικισμό). δεν εκτιμούσαν καθόλου την αξία του δάσους... Μερικοί, κόβαν στα μουλωχτά και, λάου-λάου, τα πεύκα απ' τα χωράφια τους, (που αποτελούσαν μέρος του δάσους), ώστε ετούτα να μην έχουν δέντρα, μπας και καταφέρνανε έτσι να ξεγελάσουνε το Νόμο, για να χτίσουν σπίτια άλλοι, για τον ίδιο λόγο. ξερίζωναν στη ζούλα τα βλαστάρια των πεύκων που ξεφύτρωναν στα οικόπεδο τους. τα οποία συνόρευαν με το δάσος κι άλλοι, το ρήμαζαν πετσοκόβοντας, για καυσόξυλα, τα κλαδιά των δέντρων...
Αλλά και ορισμένοι κάτοικοι του συνοικισμού δεν εκτιμούσαν την αξία του… Κάποιοι, παράταγαν αυτού μέσα, για να τα πάρουν οι παλιατζήδες, όσα άχρηστα πράγματα έβγαζαν απ’ τα σπίτια τους. Αντί να φροντίζουν, να είναι καθαρό ώστε ν’ αποφύγουν καμιά φωτιά, (αλλά, κι εφόσον έπαιζαν εκεί τα παιδιά), του άφηναν ένα σωρό σαβούρα: χαλασμένα στρώματα, παλιές κουζίνες, τρύπια ψυγεία, σπασμένα μικρο-έπιπλα, διαλυμένα χαρτοκιβώτια και, κάμποση χαρτούρα εκτός όμως από τα άχρηστα πράγματα, κάποιοι έριχναν και διάφορες πλαστικές σακούλες, από νάιλον, γεμάτες με σκουπίδια· Τις πέταγαν τη νύχτα, στα κρυφά...
Τα παιδιά προσπαθούσαν να μη γίνει ο πευκώνας σκουπιδότοπος. Μάζευαν κάθε μέρα τις σακούλες και τις πήγαιναν στους κάδους απορριμμάτων που βρίσκονταν στους δρόμους. Συγκέντρωναν ακόμα όσα χαρτόκουτα, εφημερίδες και. περιοδικά έβρισκαν εκεί. Τα έδιναν για ανακύκλωση μαζί με όλο το χαρτομάνι που συγκέντρωναν από τα σπίτια τους ώστε να σώζουν έτσι μερικά δέντρα, κάποιου άλλου δάσους, τα οποία προορίζονταν να κοπούν για να γίνουν χαρτί... Μάζευαν, κιόλας, από χάμω, το κάθε σπασμένο γυαλί που ήταν αυτού πεταμένο. Ήξεραν όλα τους, για τον κίνδυνο ο οποίος απειλούσε τον πευκώνα από τα σκόρπια γυαλιά. Τα μεγαλύτερα παιδιά είχαν πληροφορήσει τα μικρότερα:
- Ετούτα τα σπασμένα μπουκάλια που βλέπετε, είναι πολύ επικίνδυνα γιατί μπορεί να λειτουργήσουν σαν φακός, δηλαδή, υπάρχει φόβος, να τραβήξουν τις αχτίδες του ήλιου, και, να πάρουν φωτιά οι πευκοβελόνες που είναι κάτω απ’ τα γυαλιά.
Ο παιδόκοσμος αγαπούσε το δάσος και κοίταζε να το καθαρίζει για να το προστατεύει, προπαντός, από πυρκαγιά. Τώρα το καλοκαίρι, αυτός ο κίνδυνος ήταν ακόμα μεγαλύτερος... Ένα πρωί, κιόλας, κόντεψε να συμβεί το κακό. Ξαφνικά άρχισαν να καίγονται κάτι ξερόχορτο. στο δρομάκι έξω απ' τον πευκώνα. Ίσως, κανένας άμυαλος περαστικός, να είχε πετάξει αναμμένο τσιγάρο...
Ευτυχώς, εκείνη την ώρα ερχόταν το παιδολόγι και πρόλαβε το κακό. Έριξαν νερό απ' τα παγούρια τους πάνω στη φλόγα, τη χτύπησαν με κλαδιά, ώσπου την έσβησαν και, σκέπασαν τη στάχτη με χώμα. Τα πεύκα βούιζαν δυνατά:
- Παραλίγο ν’ αρπάξουμε φωτιά! Τα ζώα βγήκαν απ’ τις κρυψώνες τους. Μαζεύτηκαν εκεί γύρω και τα πουλιά...
- Αν καιγόταν το δάσος δε θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε, γιατί περπατάμε αργά-αργά, κουβαλώντας η καθεμιά και το σπίτι της, γρύλιζαν τρομαγμένες οι χελώνες.
- Ούτε κι εμείς θα γλιτώναμε αφού είμαστε αργοκίνητοι! Βαδίζουμε αργά-αργά, φορτωμένοι με τ’ αγκάθια που έχουμε στην πλάτη, για όπλα, γρύλιζαν κι οι σκαντζόχοιροι.
- Σάμπως, θα σωζόμασταν εμείς, που θα το βάζαμε στα πόδια; πετάχτηκαν καρδιοχτυπώντας οι λαγοί. Μόλις βγαίναμε στους δρόμους θα μας ζαβλάκωνε ο Δράκος με την καπνίλα του και, θα κουτουλάγαμε στα ποδάρια των ανθρώπων. Τότε κάποιοι θα μας άρπαζαν για να μας πάρουν την γούνα, και. για να μας ψήσουν στην κατσαρόλα! θα μας έκαναν στιφάδο!
- Κι εμείς θα ζαβλακωνόμασταν στους δρόμους και, δε θα τη γλιτώναμε! Κάποιοι θα μας σκότωναν για να πουλήσουν τη γούνα μας στους γουναράδες! είπαν τρέμοντας οι αλεπούδες.
Τα πουλιά λαλούσαν φοβισμένα:
- Θα χάναμε τις φωλιές και τ’ αυγά μας!
- Θα χάναμε κι όλα τα νεογέννητα πουλάκια! Δε θα μπορούσαν να πετάξουν και να φύγουν!
- Στον τόπο έξω δε θα αντέχαμε να φτερουγίζουμε, θα μας νάρκωνε ο Καπνοδράκος...
Τα δέντρα άπλωσαν τα χαμηλότερα κλαδιά τους κι αγκάλιασαν το ασκέρι:
- Σας ευχαριστούμε, παιδιά! έκαναν βουίζοντας συγκινημένα,
- Σας ευχαριστούμε! Είπαν, -το καθένα με τη φωνή του - κι όλα τα ζώα και τα πουλιά...
Το δάσος δεν υπέφερε μόνο από τα σκουπίδια που το μόλυναν, και τα οποία, μάλιστα, μπορεί να γίνονταν αιτία να ξεσπάσει πυρκαγιά, αλλά κι από το Δράκο που το τυραννούσε, ρίχνοντας μαύρη σκόνη πάνω στα κλωνιά των δέντρων, Τα βλαστάρια δυσκολεύονταν να ξεπεταχτούν. Τα μικρότερα δέντρα πάσχιζαν να κρατήσουν τις φυλλωσιές τους. Οι θάμνοι αδυνάτιζαν. Τα αγριολούλουδα ξεθώριαζαν σιγά-σιγά…
Τα ζώα και τα πετούμενα διαμαρτύρονταν:
- Τρώμε καπνισμένο φαί! Ούτε το νερό που πίνουμε είναι καθαρό καπνιά κολυμπάει στο ποταμάκι!
- Γάνιασαν τα φτερά μας! ξεφώνιζαν τα πουλιά, κι άνοιγαν τις φτερούγες τους σαν βεντάλιες και τις κινούσαν ρυθμικά για ν’ απομακρύνουν τον καπνό.
- Θόλωσε ο ουρανός! Βουίζανε τα πεύκα και, συνέχεια αναστέναζαν βαθιά, ξεφυσούσαν όλα μαζί παλεύοντας να καθαρίσουν με την ανάσα τους την ατμόσφαιρα...
Μια μέρα, κάτι ξεπεταρούδια, πρότειναν στα άλλα πουλιά:
- Καλύτερα να φύγουμε απ’ αυτό το μέρος και να ‘ρθουν και τα δέντρα μαζί μας!
- Είστε τελείως ανήξερα! τα μάλωσαν οι κουκουβάγιες.
- Εμείς δεν έχουμε φτερά για να πετάξουμε μακριά ούτε μπορούμε να περπατήσουμε αφού τα πόδια μας είναι ριζωμένα στη γη... έκαναν τα δέντρα βουίζοντας. Όμως ακόμα κι αν γινότανε να φύγουμε από μόνα μας, πάλι δε θα το κουνούσαμε από δω. Χωρίς εμάς θα πέθαιναν οι κάτοικοι αφού η ανάσα μας τους κρατάει στη ζωή. Εξάλλου, τα κοντά μας βρίσκουν καταφύγιο ...Μονάχα εμείς μπορούμε να πολεμάμε τον Καπνοδράκο.
- Θέλουμε να τον πολεμήσουμε κι εμείς! είπαν όλα τα πουλιά, - μαζί και τα ανήξερα ξεπεταρόνια -, με μια φωνή.
- Αχ' αναστέναξαν τα πεύκα. Με ποιόν τρόπο, πουλάκια μου;
- Θα φράξουμε την καμινάδα, να μη βγαίνει πια από κει μέσα καπνός! κραύγασαν κουκουβάου-κουκουβάου οι σοφές κουκουβάγιες
- Θα μαζεύουμε πετραδάκια και θα τα ρίχνουμε μέσα στο φουγάρο του! τόνισαν, τσιριτρί-τσιριτρό, τα πονηρά σπουργίτια.
- Θα του πετάμε κυπαρισσόμηλα και βελανίδια, που βρίσκονται χάμω ένα σωρό! είπαν τραγουδιστά οι κοκκινολαίμηδες.
- Και τα διαφορά ξερά κλαδάκια! πρόστεσαν. ακόμα πιο τραγουδιστά οι κορυδαλλοί.
- Και τα πεσμένα κουκουνάρια! συμπλήρωσαν τα κοτσύφια, με την αστεία φωνή τους; Τακ! Τακ! Τακ! Τακ-τακ-τακ!
- θα κουτσουλάμε κιόλας, συνέχεια, πάνω απ’ το φουγάρο του!, τιτίβισαν οι σουσουράδες, κουνώντας πάνω-κάτω τις ουρές τους,
- Κι εμείς το ίδιο θα κάνουμε διαρκώς, αφού έτσι κι αλλιώς είμαστε εδώ. όπως κι όλοι εσείς, χειμώνα-καλοκαίρι. Σίγουρα θα ταπώσει απ' τις κουτσουλιές μας! γέλασαν οι δρυοκολάπτες.
- Εμείς, πάντως, θα το κουτσουλάμε ως το φθινόπωρο, γιατί κατόπι ταξιδεύουμε, εξηγήθηκαν οι πελαργοί, σοβαροί-σοβαροί.
- Αλλά μόλις γυρίσουμε την άνοιξη, θα συνεχίσουμε!, πρόστεσαν με μια φωνή τα χελιδόνια, οι μπεκάτσες, τα ορτύκια και, όσα άλλα διαβατάρικα πουλιά βρίσκονταν εκεί...
Την επόμενη, άμα ξημέρωσε, κι ενώ ο Δράκος δεν είχε ακόμα ξυπνήσει, βάλθηκαν όλα τους να μαζεύουν απ' το δάσος κυπαρισσόμηλα, κουκουνάρια, βελανίδια, ξυλαράκια, πετρίτσες και πετραδάκια τα κουβαλούσαν με τα ράμφη του, φτερούγιζαν πάνω απ' το εργοστάσιο και τα ρίχναν μέσα στην καπνοδόχο του, όπου άφηναν κι από μια κουτσουλιά. Αμέσως, επιστρέφανε στο δάσος, έπαιρναν πάλι πολεμοφόδια και, ξαναπήγαιναν να χτυπήσουν τη φωλιά του Δράκου αυτό γινόταν ολοένα όσο εκείνος κοιμόταν...
Ξαφνικά, κάτι σοφίστηκαν οι κουκουβάγιες, για να προχωρήσει η δουλειά... Είπαν, λοιπόν, στους πελαργούς:
- Εσείς, είστε κοτζάμ λελέκια: μεγαλόσωμοι, μακρολαίμηδες και, μακροπόδαροι. Έχετε και μακριές μύτες οπότε. μπορείτε να μαζέψετε εκείνες τις σακούλες με τα σκουπίδια που είναι πεταμένες κάτω απ' τα δέντρα, για να τις ρίξετε κι αυτές!
- Θαυμάσια ιδέα! Έτσι, θα το φράξουμε πολύ πιο γρήγορα!, ενθουσιάστηκαν τα λελέκια. Άρχισαν, στη στιγμή, να μαζεύουν τις γεμισμένες πλαστικές σακούλες, τις οποίες είχαν αφήσει αποβραδίς στο δάσος, κάποιοι... νοικοκυραίοι. Τις άρπαζαν με τις μυτάρες τους. τις κουβάλαγαν ολοταχώς, και, τις πέταγαν μία-μία μέσα στο φουγάρο! Εξαφανίστηκαν όλες στο πι και φι!
- Είδατε με πόση ευκολία σήκωναν τις μπόμπες!, αποθαύμαζαν τα σπουργίτια.
- Οι πελαργοί είναι δυνατά πουλιά. Άλλωστε, άμα ταξιδεύουν για τις πιο ζεστές χώρες, παίρνουν κάθε λίγο πάνω στην πλάτη και στις φτερούγες τους, τα κουρασμένα και μικρά χελιδόνια, να τα ξεκουράζουν, για να μπορούν κι εκείνα ν’ ακολουθούν το κοπάδι τους, εξήγησαν οι κουκουβάγιες, που ήξεραν πολλά..
Σε λίγο άνοιξε το εργοστάσιο άναψε ο καυστήρας και ξύπνησε ο Δράκος για να φάει. -αφού θρεφότανε απ’ τη φωτιά που έκαιγε στο καζάνι του καυστήρα,., Εν τω μεταξύ, οι πλαστικές σακούλες οι οποίες είχαν κατρακυλήσει εκεί μέσα. καίγονταν στις φλόγες. Έλιωσαν... Έγιναν μια μάζα, λαστιχένιος πολτός και. ο Δράκος, άρχισε να τον καταβροχθίζει... Έπεσε με τα μούτρα στο φαί, Κι έφαγε όλο το λιωμένο λάστιχο! Καθώς παράφαγε, φούσκωσε και παραφούσκωσε! Έγινε ολόκληρος ένα τεράστιο, λαστιχένιο μπαλόνι! Κι όπως πήγε να περάσει μέσα απ' την καπνοδόχο, σφηνώθηκε στη μπούκα της και δε μπορούσε να βγει!
Πολεμούσε να ξεφρακάρει, πολεμούσε ώσπου, τελικά, την γκρέμισε και, ξεμπουκάρισε! Η καμινάδα έπεσε με φοβερό πάταγο στη γη, και, ο Δράκος-μπαλόνι τινάχτηκε στα ύφη, όπου έμεινε μετέωρος και σαστισμένος... Τότε, φτερούγισαν καταπάνω του. κραυγάζοντας, όλα τα πουλιά, έκαναν τα ράμφη τους σπαθιά και βάλθηκαν να τον σπαθίζουν... Αμέσως μετά. ακούστηκε ένα τρομερό "ΜΠΑΜ!!!", Ο Καπνοδράκος έσκασε σαν μπαλόνι, -όπως είχε καταντήσει-, και, σκορπίστηκε στον ουρανό.. Τον πήρε ο άνεμος και, πάει… Οι άνθρωποι γλίτωσαν από την τυραννία. Γλίτωσαν και τα δέντρα, τα ζώα, τα πουλιά. Το δάσος φούντωσε απ' τη χαρά του, γιατί άλλος Καπνοδράκος δε γεννήθηκε στο γειτονικό εργοστάσιο.„ Ο πάταγος απ' το φουγάρο που γκρεμίστηκε και το "Μπαμ!" απ' το Δράκο-μπαλόνι που έσκασε, έφτασε στα αφτιά του Νόμου, ο οποίος και, ανάγκασε μετά τους ιδιοκτήτες της βιομηχανίας, να βάλουν στην καινούρια καμινάδα φίλτρα και παραφίλτρα. Έτσι, όταν έβγαινε ο καπνός, ήτανε λιγοστός και ξασπρουλιάρης...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου