Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ


 
Είναι κάποιες ιστορίες που τις άκουσα μι­κρό παιδί και δεν τις ξέχασα ποτέ. Μια από κείνες θέλω λοιπόν να σου διηγηθώ, γιατί νομίζω πως κι εσύ  θα τη θυμάσαι πάντα.
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πα­λικάρι πολύ μα πολύ λυπημένο. Βά­σανα και δυστυχία είχε γνωρίσει α­πό μικρό παιδί και οι λύπες του δεν έλεγαν να τελειώσουν.
Ένα πρωί, εκεί που βάδιζε συλλογισμένο, άκεφο,  στενοχωρημένο, συνάντησε στο δρόμο του ένα γέροντα που δυσκο­λευότανε πολύ να περπατήσει. Το παλικάρι δεν έχασε καιρό. Έτρεξε κοντά του πρόθυ­μο να τον βοηθήσει.
«Από καρδιάς σ' ευχαριστώ, παιδί μου!» ξανάσανε ο γέροντας. «Άσε με να στηριχτώ επάνω σου, έλα να περπατήσουμε μαζί να φτάσω στο κονάκι μου, κι εγώ αντάλλαγμα θα σε φιλέψω με μια πολύτιμη συμβουλή».
«Μα δε χρειάζομαι αντάλλαγμα», χαμογέ­λασε το παλικάρι και για λίγο ξέχασε τη θλίψη του.
"Έλα και δε θα χάσεις!" μουρμούρισε ο γέροντας.
Περπάτησαν λοιπόν μαζί αργά μα σταθερά κι έφτασαν στο κονάκι.           «Κόπιασε μέσα!» κάλεσε ο γέροντα το παλικάρι σαν άνοιξε την πόρτα. «Θέλω πρώτα να μου πεις για τη ζωή σου κι έπειτα θα σου δώσω τη συμβουλή που σου έταξα».   
Έτσι το παλικάρι μπήκε, κάθισε κοντά του, διηγήθηκε όλες τις λύπες και τα   ­βάσανα και που είχε ως τότε γνωρίσει και του μίλησε για τη μαυρίλα που είχε στην ψυχή.
Ο γέροντας δεν είπε κουβέντα. Μόνο σηκώθηκε κι έβαλε στη φω­τιά νερό να βράσει. Έπειτα έψαξε  και βρήκε ένα καρότο, ένα αυγό και λίγο τσάι του βουνού. Όταν κόχλασε για τα καλά το νερό, έριξε το καρότο και το άφησε κάμποση ώρα να βράσει καλά. Υστέρα το έβγαλε, έρι­ξε στο βραστό νερό το αυγό και το άφησε εκεί να γίνει σφιχτό. Στο τέλος έβρασε ξανά λίγο νερό κι έριξε το τσάι του βουνού.
«Έλα και πες μου!» είπε ύστερα στο παλικάρι. «Τι ακριβώς βλέπεις εδώ;»
«Βλέπω ένα καλοβρασμένο καρότο κι ένα σφιχτό αυγό» απάντησε κείνος.
«Και τι σου μυρίζει;»
Μοσχοβολάει τσάι του βουνού!» πήρε ανάσα βαθιά ανάσα το παλικάρι με ευχαρίστηση.
«Άκου, λοιπόν!» τον κάθισε πάλι πλάι του ο γέροντας. Οι λύπες και οι στενοχώριες μοιάζουν με νερό που βράζει. Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν δυνατοί και θαρραλέοι, μα σαν τους βρουν αναπο­διές και δυστυχί­ες, λες και πέφτουν στο νερό σαν το καρότο, που μαλακώνει εκεί μέσα και διόλου δύναμη δε δείχνει να του έχει απομείνει όταν βγει.
«Άλλοι πάλι είναι σαν το αυγό. Μέσα τους δείχνουν να είναι αδύναμοι και μόνο ένα τσό­φλι έχουν απ' έξω να τους προστατεύει. Μα όταν έρθουν δύσκολοι καιροί κι αντάρες, λες και πέφτουν στο βραστό νερό όπως τ' αυγό, που γίνεται σκληρό. Έτσι σκληροί γίνονται μέ­σα τους κι εκείνοι, ίδια σκληρή και οι καρδιά τους.»                  
«Είναι όμως κι άλλοι που θυμίζουν τούτο δω το τσάι. Όταν τους βρίσκουν βάσανα και λύπες,  είναι κι εκείνοι σαν να πέφτουν σε βραστό νερό. Μα ούτε  σκληραίνουν, ούτε διαλύονται. Μό­νο μεταβάλ­λουν το νερό σε τσάι του βουνού. Και χαίρονται κι ευ­φραίνονται με τη μοσχοβολιά του όσοι βρί­σκονται κοντά. Με άλλα λόγια, έχουν τη δύνα­μη να μεταλλάζουν τις λύπες και τις στενο­χώριες τους  σε γνώση, καλοσύνη και χαρά και για τους ίδιους  και τους δικούς τους».
«Εσύ λοιπόν με ποιο από τα  τρία θαρρείς άραγε πως μοιάζεις; Με το καρότο, με το αυγό ή με το τσάι του βουνού;»
«Σκέψου με την ησυχία σου τα λόγια μου» συμβούλεψε ο γέροντας  «Εγώ τούτο μονάχα  έχω να σου πω πριν σε αποχαιρετήσω: Τη μέ­ρα που γεννήθηκες, εσύ βέβαια έκλαιγες μα όλοι γύρω σου γελούσαν από ευτυχία. Ζήσε τώρα τη ζωή που έχεις  μπροστά σου, μ' όλες τις λύπες κι όλες τις χαρές που θα σου φέρει, με τέτοιο τρόπο που, όταν έρθει η ώρα σου να φύγεις απ' αυτόν τον κόσμο, εσύ να είσαι ή­ρεμος και χαμογελαστός, μα οι άλλοι να λυ­πούνται, γιατί χάνουν ένα σπάνιο άρωμα που  ομόρφαινε για χρόνια τη ζωή τους. Πήγαινε τώρα στο καλό και μη ξεχνάς τη συμβουλή μου».
«Δε θα την λησμονήσω», υποσχέθηκε το παλικάρι.
Και συνέχισε το δρόμο του.     
ΛΟΤΗΣ ΠΕΤΡΟΒΙΤΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
(από το περιοδικό «Συνεργασία»)