Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

ΠΥΓΜΑΛΙΩΝΑΣ ΚΑΙ ΓΑΛΑΤΕΙΑ

(ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΒΑΡΕΛΛΑ)
Οι Έλληνες αγαπούσαν τη γλυπτική και γέμιζαν τα σπί­τια, τους δρόμους και τους ναούς τους με αγάλματα. Και στους τάφους ακόμα τοποθετούσαν ανάγλυφες στήλες κι εκεί, πάνω στην πέτρα, οι τεχνίτες παρουσίαζαν καθημερινές σκηνές από τη ζωή των απλών ανθρώπων.
Ένας τέτοιος περίφημος γλύπτης ήταν και ο Πυγμαλίωνας, ο βασι­λιάς της Κύπρου, που μελετούσε προσεχτικά τις κινήσεις των ανθρώπων, τα παλικάρια που έτρεχαν στο στίβο, τα χέρια και τα πόδια τους καθώς δρασκέλιζαν τις αποστάσεις, και συγκέντρωνε στοιχεία για το πώς θα τα "λα­ξεύσει" στο μάρμαρο.
Γι' αυτό, τα αγάλματα του ήτανε σαν πλάσματα ζωντανά κι όχι ακίνητα κομ­μάτια πέτρας. 
Όταν ύστερα από αδιάκοπη δουλειά τέλειωνε ένα γλυπτό, καθόταν και του...μιλού­σε. Του μιλούσε με τις ώρες, γιατί ένιωθε την ανάγκη να κουβεντιάζει με κάποιον πολύ δικό του, εκεί σε μια γωνιά, και να του ψιθυρίζει τον πόνο του, να του ανοίγει την ψυχή του.
Τι κι αν ήταν βασιλιάς;                                     '
Η δόξα δεν του έδινε χαρά. Ούτε τα δώρα που του χάριζαν τον ικανοποιούσαν. Ούτε το χρυσάφι που σκόρπιζαν στα πόδια του οι δυνατοί της γης, για να σκαλίσει τις προτομές τους στο μάρμαρο και να τους κάνει αθάνατους, του έκανε εντύπωση.  
Σ' αυτή τη μοναξιά της ψυχής του, οι μόνοι του σύντροφοι ήταν τα αγάλματα. Αυτά ένιωθε δικούς του, φίλους του. Και μόνο με τη χαρά της δημιουργίας ένιωθε ευτυχισμένος.
Ευτυχισμένος ένιωσε τότε που "έπλασε" την Αφροδίτη, τη θεά της ομορφιάς, την ώρα που αναδύεται μέ­σα από τα νερά, με τη βρεγμένη εσθήτα να κολλά πάνω της και να α­ναδεικνύει, αντί να κρύβει, την ομορφιά του κορμιού της...
 Η Αφροδίτη του λες κι ήταν έτοιμη να του μιλήσει. Να  του διηγηθεί πώς παρουσιάστηκε μπροστά της η Αμφιτρίτη και της χάρισε ένα τεράστιο κοχύλι. Πώς ξά­πλωσε μέσα του να ξεκουραστεί και ο άνεμος σπρώ­χνοντας την, αγάλι αγάλι, την έφερε στην Πάφο της Κύπρου.
Μπροστά σ' αυτό το τόσο ζωντανό έργο του, τη θεά του έρωτα, ο Πυγμαλίωνας ξέσπασε:
- Μου λείπει η Αγάπη, Αφροδίτη. Μου λείπει μια γυ­ναίκα, να της αφοσιωθώ, να την αγαπώ πέρα από το χρόνο. Κατάφερα να κάνω ποίηση την τέχνη μου, αλλά μου λείπει η αγάπη, που κάνει ποίηση τη ζωή.
Ένα ανοιξιάτικο δειλινό, γεμάτο μυρωδιές, την ώρα  που ο ήλιος τραβούσε σιγά σιγά προς τη δύση, μια νυ­σταγμένη αναλαμπή του χώθηκε στο εργαστήρι του Πυγμαλίωνα και το γέμισε χρώματα τριανταφυλλένια.
Εκείνη τη μέρα του είχαν στείλει ένα κομμάτι μάρ­μαρο από την Πάρο. Μ' εκείνη τη ρόδινη αναλαμπή ο ά­μορφος όγκος πήρε ένα χρώμα απαλό. Η λεία και κα­θαρή του επιφάνεια θα μπορούσε ν' αποδώσει θαυμάσια ένα γυναικείο πρόσωπο με ροδαλή επιδερμίδα.
Ο Πυγμαλίωνας άρπαξε τη σμίλη του κι άρχισε να δουλεύει. Με πάθος και πόνο. Ήθελε να σμιλέψει μια γυ­ναίκα γεμάτη χάρη, με γυμνά μπράτσα, μ' ένα διάφανο . πέπλο διπλωμένο πάνω στους ώμους της, καρφιτσωμένο με πόρπη.
Οι κινήσεις του ήταν ανυπόμονες. Μαρτυρούσαν το μέγε­θος της μοναξιάς του, τη λαχτάρα του να βρεθεί αντιμέτωπος με μια τέτοια θεία γυναίκα, δημιούργημα της τέχνης του.
Αφαιρούσε γρήγορα ό,τι νόμιζε περιττό. Το χέρι; του πήγαινε μόνο οδηγημένο από μια θεϊκή δύναμη.
Οι δυσκολίες που συναντούσε τον προκαλούσαν. Μα είχε την πειθαρχία που χρειαζόταν για να τιθασεύσει το μάρμαρο.   
Όταν τέλειωσε το άγαλμα ο Πυγμαλίωνας κάθισε ένα σκαμνί να ξαποστάσει. Το χέρι του έτρεμε. Παράτησε τη σμίλη του. Δεν είχε φάει, δεν είχε πιει, δεν ήξερε. καν πόσος χρόνος είχε περάσει. Το κορμί του τον πονούσε, το κεφάλι του στριφογύριζε, η καρδιά του χτυ­πούσε μέσα στο στήθος του σαν σφυρί.
Ακίνητος, κοίταξε το άγαλμα που είχε φτιάξει. Η γυναίκα που είχε πλάσει ήταν θαρρείς ζωντανή. Θαρρείς πως θα του μίλαγε. Πως θ' άπλωνε το χέρι τον αγγίξει. Πως, αν πρόβαλε το πόδι της, θ’ άρχιζε να περπατά.
Η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιξε. Του φάνηκε πως το άγαλμα τρεμόπαιξε κι εκείνο τα μάτια του. Ο Πυγμαλίωνας ανοιγόκλεισε δυο τρεις φορές τα δικά του για διαπιστώσει αν ονειρεύεται. Μπροστά του έστεκε μια γυναίκα κάτασπρη σαν το γάλα. 
- Γαλάτεια! ψιθύρισε.
Το όνομα αυτό του ήρθε αυθόρμητα στα χείλη, και λιποθύμησε.
Μ' ένα σιγανό τρίξιμο η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η θεά Αφροδίτη. Προχώρησε, πανέμορφη με το χρυσό φως που τη στεφάνωνε, κι απόθεσε στο κεφάλι της Γαλάτειας ένα λουλουδένιο στεφάνι. Το άγαλμα υποκλίθηκε και χαμογέλασε στη θεά.
Ο Πυγμαλίωνας τινάχτηκε τρομαγμένος από το σημείο όπου είχε πέσει. Έτριψε τα μάτια του, έβα­λε τα χέρια στα μαλλιά του σαν για να τα ξεριζώ­σει....               - Έχω παραισθήσεις, σκέφθηκε, όπου να' ναι, αυτή η μοναξιά θα με τρελάνει.
Το άλλο πρωί ο Πυγμαλίωνας κίνησε για τ' ακρογιάλι, όπου υπήρχε ο βωμός της Αφροδίτης. Ένας δούλος κουβαλούσε ένα δαμάλι να το θυσιάσει στη χάρη της.
Στολισμένος ο βωμός και τα θυμιάματα μπλέκο­νταν με την αρμύρα της θάλασσας. Οι ιέρειες πρό­βαλαν στεφανωμένες κρατώντας δυο δοχεία με νε­ρό και κρασί που τοποθέτησαν πάνω σε τρίποδες. Η μία ιέρεια έχυσε το κρασί στο χώμα κι ο  Πυγμαλίωνας πήρε μια χούφτα αλεύρι από ένα χρυσό δίσκο και το έριξε στην πλάτη του ζώου. Ύστερα μ' ένα μικρό μαχαίρι πρόσφερε το ζώο θυσία στη θεά.
Ο Πυγμαλίωνας πρόσπεσε στο βωμό με ανοι­χτά τα χέρια και προσευχήθηκε στην αφρογέννητη, να του δώσει μια σύντροφο για την έρημη ζωή του.
Μια γαλάζια φλογίτσα ξεπετάχτηκε τότε από τη φωτιά που άναψαν οι ιέρειες. Σίγουρα ήταν θε­ϊκό σημάδι.
Μετά απ' αυτό και μετά από την οπτασία που είχε δει το προηγούμενο βράδυ, ο Πυγμαλίωνας ή­τανε πια σίγουρος ότι κάτι διαφορετικό θα έδινε χρώμα στη ζωή του. Ίσως η θεά να είχε εισακούσει τις προσευχές του.
Με βήμα γοργό γύρισε στο εργαστήρι του.
Άνοιξε την πόρτα με μια ελπίδα στην καρδιά. Κοίταξε το άγαλμα. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του, κι άλλο ένα, κι άλλο ένα δισταχτικά.
Η Γαλάτεια κούνησε το κεφάλι χαμογελαστή. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε από την ανάσα της. Στα μάτια της τρεμόπαιζαν δυο φλογίτσες. Το βλέμμα της καρφώθηκε με τρυφερότητα στο πρό­σωπο του. Άπλωσε τα χέρια της να τον αγκαλιά­σει.
Όχι! Δεν ήταν παιχνίδι της φαντασίας του. Ή­ταν αλήθεια.
Καθώς την πλησίαζε ένιωσε ένα κύμα, σαν άρωμα, να ξεφεύγει από τα μαλλιά και το κορμί της.
- Γαλάτεια; ψιθύρισε χωρίς ακόμα να πιστε­ύει στο θαύμα
 - Ναι; άκουσε τη φωνή της να του απαντά.
­Μια ηλιαχτίδα περίεργη χώθηκε τότε στο εργαστήρι απλώνοντας τριανταφυλλένια χρώματα για να φωτίσει τη δύναμη της αγάπης, μιας αγάπης που δεν την χωρά­ει ο ανθρώπινος νους, τόσο με­γάλης που να σ' ανεβάζει στα σύννεφα.
(από το περιοδικό «Συνεργασία»)

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ - ΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
(ΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ 4Η ΕΝΟΤΗΤΑ)
Για να μετατρέψουμε μια ονοματική φράση σε ρηματική κάνουμε το ουσιαστικό που είναι σε ονομαστική ρήμα και το ουσιαστικό που είναι σε γενική το γράφουμε στην αιτιατική. Π.χ Η ρύπανση της θάλασσα.     Ρυπαίνω τη θάλασσα.
Για να μετατρέψουμε μια ρηματική φράση σε ονοματική κάνουμε το ρήμα ουσιαστικό και το ουσιαστικό που έχουμε το γράφουμε στη γενική.
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1. Να μετατρέψεις τις παρακάτω προτάσεις σε ρηματικές.( βρίσκω το ρήμα που παράγεται από το ουσιαστικό που βρίσκεται σε ονομαστική πτώση και συμπληρώνω την πρόταση)

ΟΝΟΜΑΤΙΚΗ ΦΡΑΣΗ
ΡΗΜΑΤΙΚΗ ΦΡΑΣΗ
Η ενημέρωση των πολιτών

Η αύξηση της τιμής

Η παράταση των διακοπών

Η ενημέρωση των ανθρώπων

Η ανακάλυψη  νέου φαρμάκου

Η αντιμετώπιση των προβλημάτων.

Η απομάκρυνση των κατοίκων

Η καταστροφή των δρόμων

Η προστασία της θάλασσας



2. Να μετατρέψεις τις παρακάτω προτάσεις σε ονοματικές.( βρίσκω το ουσιαστικό  που παράγεται από το ρήμα της πρότασης και βάζω το ουσιαστικό που υπάρχει στη γενική )

ΡΗΜΑΤΙΚΗ ΦΡΑΣΗ
ΟΝΟΜΑΤΙΚΗ ΦΡΑΣΗ
Οι κάτοικοι συνεργάστηκαν.

Εξαφανίστηκαν οι δεινόσαυροί.

Οι πολιτικοί συζητούν.

Έγραψα την άσκηση.

Έσπειρα το χωράφι.

Αποζημιώνονται οι πυρόπληκτοι.

Εφαρμόστηκε ο Κ.Ο.Κ.

Αναστηλώθηκαν τα μνημεία.

Αναπτύχθηκε η περιοχή μας.

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ

                      ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
-         Γιαγιά μήπως έχεις κάποια ανάμνηση από τον πόλεμο του 1940;
-         Ήταν πολύ άσχημα και σκληρά εκείνα τα χρόνια. Εγώ δεν είχα γεννηθεί ακόμα αλλά γνωρίζω πράγματα από αυτά που  μου είπαν οι γονείς μου. Μια μέρα μάθανε ότι κατέβαιναν οι Γερμανοί στο χωριό μας. Όλοι άρχισαν να τρέχουν προς διάφορες κατευθύνσεις, μακριά από το χωριό, για να κρυφτούνε. Οι περισσότεροι πήγανε προς το δάσος. Η γιαγιά μου μέσα στον πανικό, ξέχασε το μωρό της στην κούνια και έφυγε. Λίγο έξω από το χωριό θυμήθηκε το μωρό της και γύρισε πίσω να το πάρει. Πιο πάνω από το χωριό μας οι Γερμανοί βρήκαν πέντε άτομα που τρέχανε να κρυφτούνε και τους σκοτώσανε αμέσως. Σήμερα υπάρχει και μνημείο προς τιμή τους σε εκείνο το σημείο. Όταν φτάσανε οι Γερμανοί στο χωριό κάψανε τα περισσότερα σπίτια, το σχολείο και την εκκλησία και σκοτώνανε όποιο βρίσκανε μπροστά τους. Εύχομαι να μην ζήσει ποτέ ξανά τέτοια δύσκολα χρόνια ο κόσμος.
       (ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ)


                         ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ  ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΒΑΛΑΒΑΝΗ
-         Γιαγιά θυμάσαι κάτι από τον πόλεμο του 1940;
-         Ήμουν μικρή τότε, αλλά θυμάμαι πως όταν περνούσαν τα γερμανικά αεροπλάνα και βομβάρδιζαν την Έδεσσα, εμείς πέφταμε στο χώμα και ξαπλώναμε ακίνητα για να μην μας δουν οι Γερμανοί πιλότοι. Επίσης θυμάμαι πολύ έντονα την τελευταία μέρα του πολέμου, όταν δηλαδή οι Γερμανοί έφευγαν από την πόλη μας. Επειδή δεν ήθελαν να αφήσουν τα πυρομαχικά τους σ’ εμάς τους Έλληνες, τ’ ανατίναξαν. Ακούστηκε λοιπόν αργά το βράδυ από το στρατόπεδο, που βρίσκεται έξω από την πόλη, ένας εκκωφαντικός θόρυβος και επικράτησε παντού πανικός. Τα τζάμια των σπιτιών έσπασαν, ο ουρανός φωτίστηκε από τις λάμψεις, καπνός γέμισε όλη την ατμόσφαιρα, ο κόσμος έτρεχε τρομαγμένος έξω στους δρόμους. Εμείς τα παιδιά θέλαμε να κοιμηθούμε, όμως ο μπαμπάς μου δε μας άφηνε να μπούμε στο σπίτι μήπως και συμβεί κάτι χειρότερο. Έτσι  περάσαμε τη νύχτα. Όταν ξημέρωσε, είδα ένα γιατρό να περνά από σπίτι σε σπίτι και να ρωτά αν υπάρχει κάποιος τραυματίας. Μετά τον τρόμο που νιώσαμε το προηγούμενο βράδυ η ανακούφιση ήταν τεράστια. Την επόμενη μέρα για πολλή ώρα ακούγονταν καμπάνες των εκκλησιών και οι πανηγυρισμοί των κατοίκων.
     (ΑΝΙΑ ΒΑΛΑΒΑΝΗ)

                         ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΓΕΝΙΟ ΒΑΡΑΚΛΗ
Θυμάμαι στον πόλεμο του 40 ότι οι Γερμανοί κυνηγούσαν τον κόσμο. Υπήρχε πολλή πείνα και δυστυχία. Δεν άφηναν τον κόσμο να κυκλοφορεί στους δρόμους μετά τη δύση του ήλιου. Τα παιδιά πεινούσαν και πολλοί άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα. Κάποιοι προσπαθούσαν να βοηθήσουν την πατρίδα  και στήνανε παγίδες για να κάνουν ζημιά στους Γερμανούς ή να κλέψουν φαγητό. Η ζωή ήταν πολύ δύσκολη.
( ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΑΡΑΚΛΗΣ)

                          ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΡΗ ΜΩΥΣΙΔΗ
Ήταν Οκτώβρης του 1940. Ήμασταν πολεμιστές στα βουνά της Αλβανίας. Θυμάμαι που εκτός από τον πόλεμο και τον εχθρό είχαμε  να αντιμετωπίσουμε την πείνα και το κρύο. Οι γυναίκες ήταν επίσης φοβερές. Μας κουβαλούσαν ζεστά ρούχα και τρόφιμα. Πολλές πέθαναν στο δρόμο. Θυμάμαι τα λόγια ενός συμπολεμιστή μου: « Σύντροφε, να πεις στη μάνα μου ότι πολέμησα για την πατρίδα μέχρι την τελευταία στιγμή».
( ΒΙΚΥ ΜΩΥΣΙΔΗ)

                          ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ
Η γιαγιά μου, που ήταν μικρό κοριτσάκι στην κατοχή, μου διηγήθηκε ιστορίες από την εποχή εκείνη.
Αυτό που θυμόταν καλά και που τη φόβιζε ήταν όταν πετούσαν τα γερμανικά αεροπλάνα πάνω από την πόλη μας για να την βομβαρδίσουν.
Τότε η σειρήνα του σχολείου μας χτυπούσε διακεκομμένα για να κρυφτούν οι άνθρωποι  αμέσως στο κοντινότερο καταφύγιο και να είναι ασφαλείς.
Μόλις έφευγαν τα αεροπλάνα και δεν υπήρχε κίνδυνος η σειρήνα χτυπούσε συνεχόμενα.
Όλο αυτό τους φόβιζε και ένιωθαν ότι κινδύνευε η ζωή τους.
(ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΑΡΗΟΥΣΤΑ)

                         ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΕΡΓΙΟ ΜΑΣΤΡΟΓΙΑΝΝΗ
Την εποχή που την Ελλάδα την κατείχαν οι Γερμανοί, ο παππούς μου ήταν 13 χρονών.
Μια μέρα μου διηγήθηκε μια ιστορία που έζησε και θυμόταν από τότε.
Λόγω της φτώχειας που υπήρχε, πολλοί άνθρωποι έρχονταν στο χωριό του παππού μου και ζητούσαν φαγητό. Ο παππούς μου θυμάται ότι  και στο σπίτι της γιαγιά του είχαν έρθει πολλές φορές άνθρωποι να ζητήσουν φαγητό. Επειδή υπήρχε φτώχεια, τα παιδιά δεν είχαν  να φάνε γλυκά, όπως σήμερα. Μια φορά η γιαγιά του παππού μου κατάφερε να αγοράσει λίγη ζάχαρη. Την άφησε για λίγο στην αυλή κι ο παππούς μου έτρεξε να φάει. Όταν τον είδε η γιαγιά του να τρώει ζάχαρη άρχισε να τον μαλώνει. Εκείνη την στιγμή περνούσαν δυο Ιταλοί. Είδαν τη γιαγιά που  μάλωνε τον παππού  μου και της  είπαν να μην τον μαλώνει. Χάιδεψαν στο κεφάλι τον παππού μου και τον είπαν να φάει.
(ΛΑΖΑΡΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ)

                         ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΑΝΝΑ
-         Γιαγιά, θα μου διηγηθείς μια ιστορία από την Κατοχή στη Βέροια;
-         Εγώ στην Κατοχή ήμουν μικρή και δε θυμάμαι πολλά. Ένα περιστατικό όμως μου έχει μείνει στο μυαλό. Ηχούσαν οι σειρήνες, γιατί  θα βομβάρδιζαν τα γερμανικά αεροπλάνα. Η μαμά μου, μόλις τις άκουσε, πήρε το μικρότερο αδερφό μου στην αγκαλιά της και μένα απ’ το χέρι και τρέξαμε να κρυφτούμε στις σπηλιές, που είχε τότε στην περιοχή της Αγίας Κυριακής. Εκεί είχε μαζευτεί πολύς κόσμος για να προστατευτεί απ’ τις βόμβες. Επειδή όμως ο αδερφός μου έκλαιγε, οι υπόλοιποι φοβόντουσαν ότι θα τους βρουν οι Γερμανοί και ήθελαν να μας διώξουν απ’ τη σπηλιά. Η μαμά μου φοβισμένη προσπαθούσε να ησυχάσει το μωρό βάζοντάς το στο στήθος της για να θηλάσει. Από την πείνα όμως το γάλα είχε κοπεί. Εγώ ήμουν τόσο φοβισμένη που είχα κρυφτεί μέσα στα μακριά φουστάνια της μαμάς μου τρέμοντας. Ευτυχώς ο συναγερμός εκείνη τη στιγμή έληξε κι επιστρέψαμε στο σπίτι. Τέτοια χρόνια, αγόρι μου, να μην ξαναρθούν.
-         Σε ευχαριστώ γιαγιά.
               (ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΗΡΙΜΚΗΡΙΔΗΣ )